Του ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ ΜΠΙΓΓΟΥ
* Ο «Κύκλωψ» του Ευριπίδη είναι ένα περίφημο σατυρικό
δράμα, το μοναδικό της αρχαίας Λογοτεχνίας που σώθηκε ολόκληρο. Βέβαια, έχουμε και το
σατυρικό δράμα του Σοφοκλή «Ιχνευταί», όμως απ’ αυτό σώθηκαν μόνο 400
στίχοι. Ο «Κύκλωψ» του Ευριπίδη είναι η περιπέτεια του Οδυσσέα στη χώρα
των Κυκλώπων και συγκεκριμένα στη σπηλιά του Κύκλωπα Πολύφημου με την
προσθήκη Σιληνού και Σατύρων. Τον Πολύφημο κατόρθωσε να τυφλώσει με
πανουργία ο πολυμήχανος ήρωας του Τρωικού πολέμου Οδυσσέας.
Το θέμα του Κύκλωπα το συναντούμε και σε προγενέστερους συγγραφείς (Επίχαρμο και Πρατίνα) και σε μεταγενέστερους, όπως ο διθυραμβοποιός Φιλόξενος, ο Ερμησιάνακτας στα χρόνια του Μεγάλου Αλεξάνδρου και του Πτολεμαίου Α’, ο Θεόκριτος στο 11ο βουκολικό ειδύλλιό του, ο Βιργίλιος στο Γ’ της Αινειάδας και ο Οβίδιος στο ΙΓ’ των Μεταμορφώσεων. Μάλιστα λέγεται ότι οι Κύκλωπες, εκτός των άλλων, κατασκεύασαν και τα «Κυκλώπεια» τείχη της Τίρυνθας και των Μυκηνών.
Γενικά η περιπέτεια αυτή του Οδυσσέα αναφέρεται τη ραψωδία ι της Ομήρου Οδύσσειας και στους στίχους: 107-513 και βέβαια σχετικές λεπτομέρειες θα παραθέσουμε κατά την Υπόθεση αυτού του έργου.
Η υπόθεση…
Πρόλογος (στίχ. 1-40): Ο Σιληνός εκφράζει τα παράπονά του στο Βάκχο (Διόνυσο) για τη δουλεία που έχουν περιπέσει αυτός και τα παιδιά του (οι Σάτυροι), μετά το ναυάγιό τους στις ακτές της Σικελίας.
Πάροδος (στίχ. 41-81): Εμφανίζεται ο χορός των Σατύρων, ο οποίος φέρνει τα πρόβατα του Κύκλωπα στη στάνη. Στην επωδό ο χορός εκφράζει την νοσταλγία του για το Διόνυσο, τις Νύμφες και τις Βάκχες και τον πόνο του για τη χαμένη του ελευθερία.
Α’ Επεισόδιο (στίχ. 82-355): Ο Σιληνός βλέπει στην ακτή το πλοίο του Οδυσσέα και μετά από λίγο τον ίδιο με τους συντρόφους του να ανεβαίνουν την πλαγιά. Όταν οι ξένοι φτάνουν, μαθαίνουν από το Σιληνό για τη χώρα, όπου τους έριξε η κακή τους τύχη. Ο Σιληνός είναι πρόθυμος να ανταλλάξει τρόφιμα με το κρασί που του προσφέρει ο Οδυσσέας. Όμως τη στιγμή της ανταλλαγής καταφτάνει ο Κύκλωπας και ο Σιληνός φοβισμένος κατηγορεί τους ξένους ότι λήστεψαν τα τρόφιμα. Ο Οδυσσέας παρακαλεί τον Κύκλωπα να σεβαστεί τα έθιμα της φιλοξενίας, αλλά εκείνος, βρίζοντας τους θεούς και μάλιστα τον Δία, τους σπρώχνει βίαια μέσα στη σπηλιά, για να τους καταβροχθίσει.
Α’ Στάσιμο (στίχ. 356-374): Ο χορός εκφράζει την απέχθεια για τα ανθρωποφάγα ένστικτα του Πολύφημου και τη λύπη του για την τραγική τύχη των ξένων.
Β’ Επεισόδιο (στίχ. 375-482): Αξίζει να αναφέρουμε δύο συγκλονιστικές στιχομυθίες μεταξύ Κύκλωπα και Οδυσσέα α’: (Ομήρου Οδύσσεια, ραψωδία ι, στίχ. 253-268):
«Ποιοι είστε, ξένοι, κι από πού στης θάλασσας τους δρόμους γυρνάτε; Μήπως για δουλειές ή πάτε έτσι στην τύχη, όπως οι κλέφτες που γυρνούν στα πέλαγα και φέρνουν στους ξένους τόπους συμφορές και τη ζωή τους παίζουν;».
Έτσι είπε κι όλων η καρδιά παράλυσε στα στήθια, τρομάζοντας το γίγαντα και τη βαριά φωνή του. Μα κι έτσι εγώ τ’ απάντησα με δυο μου λόγια κι είπα: «Εμείς πολύπαθοι Αχαιοί γυρίζουμε απ’ την Τροία μες στα θαλασσοπέλαγα και με λογής ανέμους, να πάμε στην πατρίδα μας, μα πήραμε άλλο δρόμο. Έτσι ήθελε του Κρόνου ο γιος για μας ν’ αποφασίσει. Όλοι στρατιώτες είμαστε του βασιλιά Αγαμέμνονα, που έφτασε η δόξα του στα πέρατα του κόσμου, γιατί λαούς κατάστρεψε κι έριξε τέτοιο κάστρο. Και να μας σώσεις πέφτουμε στα πόδια σου, αν θελήσεις με δώρα σου φιλόξενα να μας φιλοξενήσεις...».
β) (Ομήρου Οδύσσεια, ραψωδία ι, στίχ. 354-371):
«Και πήρε το κρασί και τόπιε μονορούφι.
Σαν ήπιε, τ’ άρεσε πολύ και μου ζητούσε κι άλλο.
Ακόμα δώσ’ μου, έτσι να ζης και τ’ όνομά σου
πες μου,
να λάβεις δώρο μου που να χαρεί η καρδιά σου...
Έτσι είπε και το φλογερό κρασί του δίνω πάλι
και τρεις φορές τον κέρασα κι αστόχαστα τρεις ήπιε.
Κι όταν του ζάλισα καλά τα λογικά του,
τότε με λόγια μαλακά του μίλησα και του είπα:
«Κύκλωπα, αφού με ρώτησες και τ’ όνομα μάθε
και δώσ’ μου, καθώς τόταξες, το φιλικό σου δώρο.
Κανείς εγώ ονομάζομαι κι όλοι Κανεί με λένε,
η μάνα κι ο πατέρας μου κι όλοι οι λοιποί μου φίλοι».
Είπα και μ’ άσπλαχνη καρδιά μου απάντησε:
«Κι εγώ στερνόν τον Κανεί θα φάω απ’ τους συντρόφους,
όμως αυτούς πρωτύτερα. Να τι σου κάνω δώρο».
Το σχέδιο λοιπόν του Οδυσσέα είναι να τυφλώσει τον Κύκλωπα με τη βοήθεια και των Σατύρων, οι οποίοι δέχονται να τον βοηθήσουν, αρκεί να δεσμευτεί ότι θα τους πάρει μαζί του.
Β’ Στάσιμο (στίχ. 483-518): Ο κορυφαίος του Χορού παρακινεί τους υπόλοιπους να βοηθήσουν τον Οδυσσέα.
Γ’ Επεισόδιο (στίχ. 519-607): Ο Οδυσσέας ετοιμάζεται να εκτελέσει το σχέδιο του και παρακινεί τους Σάτυρους να τον βοηθήσουν, επικαλούμενος και τη βοήθεια των θεών.
Γ’ Στάσιμο (στίχ. 608-623): Ο Χορός εκφράζει την ελπίδα ότι θα επιστρέψει στο Βάκχο μετά την τύφλωση του Κύκλωπα.
Έξοδος (στίχ. 624-709): Ο Κύκλωπας εμφανίζεται τυφλός. Λίγο πριν ο πολυμήχανος Οδυσσέας (με τους γενναίους συντρόφους του και με τους Σάτυρους να τους ενθαρρύνουν στην απαιτούμενη δράση με τα τραγούδια τους) είχε κατορθώσει την τύφλωση του μοχθηρού μονόφθαλμου γίγαντα και με πολύ έξυπνο τρόπο είχαν βγει από τη σπηλιά του Κύκλωπα (προσδεμένοι με λυγαριές στις κοιλιές των μεγάλων κριαριών). Έτσι σώθηκαν και ο πανούργος Οδυσσέας φώναξε κι είπε στον ανθρωποφάγο και ασεβή Κύκλωπα (Ομήρου Οδύσσεια, ραψωδία ι, στίχ. 510-513): «Κύκλωπα, αν κάποιος θνητός στον κόσμο σε ρωτήσει, να μάθει την αγιάτρευτη την τύφλα του ματιού σου, διηγήσου πως σε τύφλωσε ο καστροπολεμίτης Οδυσσέας, του Λαέρτη ο γιος, από το νησί της Ιθάκης».
Βέβαια ο Κύκλωπας δεν μπορούσε να δει τον Οδυσσέα με τους συντρόφους του και τους Σάτυρους που κατευθύνονταν στο πλοίο. Το σατυρικό αυτό δράμα κλείνει με την λυρική έξοδο των Σατύρων που ψέλνουν την χαρά τους, επειδή θα συμπλεύσουν με τον Οδυσσέα και θα υπηρετούν πλέον τον Βάκχο (Διόνυσο).
Ο Ευριπίδης στο έργο του αυτό θέλει να τονίσει ότι η ασέβεια προς τους θεούς και η περιφρόνηση παραδοσιακών ηθικών αξιών τιμωρούνται. Επιπλέον είναι ένας ύμνος στον ανθρώπινο νου που υψώνεται ικανός να νικήσει την όποια σωματική υλική δύναμη.
Το θέμα του Κύκλωπα το συναντούμε και σε προγενέστερους συγγραφείς (Επίχαρμο και Πρατίνα) και σε μεταγενέστερους, όπως ο διθυραμβοποιός Φιλόξενος, ο Ερμησιάνακτας στα χρόνια του Μεγάλου Αλεξάνδρου και του Πτολεμαίου Α’, ο Θεόκριτος στο 11ο βουκολικό ειδύλλιό του, ο Βιργίλιος στο Γ’ της Αινειάδας και ο Οβίδιος στο ΙΓ’ των Μεταμορφώσεων. Μάλιστα λέγεται ότι οι Κύκλωπες, εκτός των άλλων, κατασκεύασαν και τα «Κυκλώπεια» τείχη της Τίρυνθας και των Μυκηνών.
Γενικά η περιπέτεια αυτή του Οδυσσέα αναφέρεται τη ραψωδία ι της Ομήρου Οδύσσειας και στους στίχους: 107-513 και βέβαια σχετικές λεπτομέρειες θα παραθέσουμε κατά την Υπόθεση αυτού του έργου.
Η υπόθεση…
Πρόλογος (στίχ. 1-40): Ο Σιληνός εκφράζει τα παράπονά του στο Βάκχο (Διόνυσο) για τη δουλεία που έχουν περιπέσει αυτός και τα παιδιά του (οι Σάτυροι), μετά το ναυάγιό τους στις ακτές της Σικελίας.
Πάροδος (στίχ. 41-81): Εμφανίζεται ο χορός των Σατύρων, ο οποίος φέρνει τα πρόβατα του Κύκλωπα στη στάνη. Στην επωδό ο χορός εκφράζει την νοσταλγία του για το Διόνυσο, τις Νύμφες και τις Βάκχες και τον πόνο του για τη χαμένη του ελευθερία.
Α’ Επεισόδιο (στίχ. 82-355): Ο Σιληνός βλέπει στην ακτή το πλοίο του Οδυσσέα και μετά από λίγο τον ίδιο με τους συντρόφους του να ανεβαίνουν την πλαγιά. Όταν οι ξένοι φτάνουν, μαθαίνουν από το Σιληνό για τη χώρα, όπου τους έριξε η κακή τους τύχη. Ο Σιληνός είναι πρόθυμος να ανταλλάξει τρόφιμα με το κρασί που του προσφέρει ο Οδυσσέας. Όμως τη στιγμή της ανταλλαγής καταφτάνει ο Κύκλωπας και ο Σιληνός φοβισμένος κατηγορεί τους ξένους ότι λήστεψαν τα τρόφιμα. Ο Οδυσσέας παρακαλεί τον Κύκλωπα να σεβαστεί τα έθιμα της φιλοξενίας, αλλά εκείνος, βρίζοντας τους θεούς και μάλιστα τον Δία, τους σπρώχνει βίαια μέσα στη σπηλιά, για να τους καταβροχθίσει.
Α’ Στάσιμο (στίχ. 356-374): Ο χορός εκφράζει την απέχθεια για τα ανθρωποφάγα ένστικτα του Πολύφημου και τη λύπη του για την τραγική τύχη των ξένων.
Β’ Επεισόδιο (στίχ. 375-482): Αξίζει να αναφέρουμε δύο συγκλονιστικές στιχομυθίες μεταξύ Κύκλωπα και Οδυσσέα α’: (Ομήρου Οδύσσεια, ραψωδία ι, στίχ. 253-268):
«Ποιοι είστε, ξένοι, κι από πού στης θάλασσας τους δρόμους γυρνάτε; Μήπως για δουλειές ή πάτε έτσι στην τύχη, όπως οι κλέφτες που γυρνούν στα πέλαγα και φέρνουν στους ξένους τόπους συμφορές και τη ζωή τους παίζουν;».
Έτσι είπε κι όλων η καρδιά παράλυσε στα στήθια, τρομάζοντας το γίγαντα και τη βαριά φωνή του. Μα κι έτσι εγώ τ’ απάντησα με δυο μου λόγια κι είπα: «Εμείς πολύπαθοι Αχαιοί γυρίζουμε απ’ την Τροία μες στα θαλασσοπέλαγα και με λογής ανέμους, να πάμε στην πατρίδα μας, μα πήραμε άλλο δρόμο. Έτσι ήθελε του Κρόνου ο γιος για μας ν’ αποφασίσει. Όλοι στρατιώτες είμαστε του βασιλιά Αγαμέμνονα, που έφτασε η δόξα του στα πέρατα του κόσμου, γιατί λαούς κατάστρεψε κι έριξε τέτοιο κάστρο. Και να μας σώσεις πέφτουμε στα πόδια σου, αν θελήσεις με δώρα σου φιλόξενα να μας φιλοξενήσεις...».
β) (Ομήρου Οδύσσεια, ραψωδία ι, στίχ. 354-371):
«Και πήρε το κρασί και τόπιε μονορούφι.
Σαν ήπιε, τ’ άρεσε πολύ και μου ζητούσε κι άλλο.
Ακόμα δώσ’ μου, έτσι να ζης και τ’ όνομά σου
πες μου,
να λάβεις δώρο μου που να χαρεί η καρδιά σου...
Έτσι είπε και το φλογερό κρασί του δίνω πάλι
και τρεις φορές τον κέρασα κι αστόχαστα τρεις ήπιε.
Κι όταν του ζάλισα καλά τα λογικά του,
τότε με λόγια μαλακά του μίλησα και του είπα:
«Κύκλωπα, αφού με ρώτησες και τ’ όνομα μάθε
και δώσ’ μου, καθώς τόταξες, το φιλικό σου δώρο.
Κανείς εγώ ονομάζομαι κι όλοι Κανεί με λένε,
η μάνα κι ο πατέρας μου κι όλοι οι λοιποί μου φίλοι».
Είπα και μ’ άσπλαχνη καρδιά μου απάντησε:
«Κι εγώ στερνόν τον Κανεί θα φάω απ’ τους συντρόφους,
όμως αυτούς πρωτύτερα. Να τι σου κάνω δώρο».
Το σχέδιο λοιπόν του Οδυσσέα είναι να τυφλώσει τον Κύκλωπα με τη βοήθεια και των Σατύρων, οι οποίοι δέχονται να τον βοηθήσουν, αρκεί να δεσμευτεί ότι θα τους πάρει μαζί του.
Β’ Στάσιμο (στίχ. 483-518): Ο κορυφαίος του Χορού παρακινεί τους υπόλοιπους να βοηθήσουν τον Οδυσσέα.
Γ’ Επεισόδιο (στίχ. 519-607): Ο Οδυσσέας ετοιμάζεται να εκτελέσει το σχέδιο του και παρακινεί τους Σάτυρους να τον βοηθήσουν, επικαλούμενος και τη βοήθεια των θεών.
Γ’ Στάσιμο (στίχ. 608-623): Ο Χορός εκφράζει την ελπίδα ότι θα επιστρέψει στο Βάκχο μετά την τύφλωση του Κύκλωπα.
Έξοδος (στίχ. 624-709): Ο Κύκλωπας εμφανίζεται τυφλός. Λίγο πριν ο πολυμήχανος Οδυσσέας (με τους γενναίους συντρόφους του και με τους Σάτυρους να τους ενθαρρύνουν στην απαιτούμενη δράση με τα τραγούδια τους) είχε κατορθώσει την τύφλωση του μοχθηρού μονόφθαλμου γίγαντα και με πολύ έξυπνο τρόπο είχαν βγει από τη σπηλιά του Κύκλωπα (προσδεμένοι με λυγαριές στις κοιλιές των μεγάλων κριαριών). Έτσι σώθηκαν και ο πανούργος Οδυσσέας φώναξε κι είπε στον ανθρωποφάγο και ασεβή Κύκλωπα (Ομήρου Οδύσσεια, ραψωδία ι, στίχ. 510-513): «Κύκλωπα, αν κάποιος θνητός στον κόσμο σε ρωτήσει, να μάθει την αγιάτρευτη την τύφλα του ματιού σου, διηγήσου πως σε τύφλωσε ο καστροπολεμίτης Οδυσσέας, του Λαέρτη ο γιος, από το νησί της Ιθάκης».
Βέβαια ο Κύκλωπας δεν μπορούσε να δει τον Οδυσσέα με τους συντρόφους του και τους Σάτυρους που κατευθύνονταν στο πλοίο. Το σατυρικό αυτό δράμα κλείνει με την λυρική έξοδο των Σατύρων που ψέλνουν την χαρά τους, επειδή θα συμπλεύσουν με τον Οδυσσέα και θα υπηρετούν πλέον τον Βάκχο (Διόνυσο).
Ο Ευριπίδης στο έργο του αυτό θέλει να τονίσει ότι η ασέβεια προς τους θεούς και η περιφρόνηση παραδοσιακών ηθικών αξιών τιμωρούνται. Επιπλέον είναι ένας ύμνος στον ανθρώπινο νου που υψώνεται ικανός να νικήσει την όποια σωματική υλική δύναμη.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου