Του Ιωάννη Δανδουλάκη
Πολιτικός Επιστήμων
-
Διπλωμάτης
Την παρακάτω ιστορία
που θα
διαβάσεις ίσως να την πάρεις
για
παραμύθι. Ομως έτσι συμβαίνει και
έτσι πρέπει να είναι με κάθε ιστορία
απ’ τα παλιά, οπότε οι άνθρωποι
ήσαν
αληθινοί, γεμάτοι από καρδιά,
ανδρεία
και κυρίως θέληση για ζωή.
Είναι ιστορία που δεν
χρειάζεται
να πας πολύ πίσω στο χρόνο
ή να
ταξιδέψεις σε μέρη μακρινά για να
την βρεις. Γιατί εκεί στο απομονω-
μένο
Μοναστήρι της Παναγίας της
Ζερμπίτσας
σε μια πλαγιά του Ταϋγέτου, μόλις μπεις
έχεις ήδη κάνει
ένα μεγάλο βήμα σε τόπο
και χρόνο
διαφορετικό τόπο ιερό και
χρόνο
σταματημένο. Εκεί κάτω από έναν
ιερό αιωνόβιο πλάτανο φυτεμένο
δίπλα
από μια αρχαία πηγή θα βρεις
καθισμένο
ένα γεροντάκι, λιγνό,
καμπουριασμένο,
με χιονάτη γενειάδα σαν κανένα αρχαίο ντιβάνι στη
σάλα ενός χωριάτικου
αρχοντικού
με χειροποίητα κιλίμια
απλωμένα πάνω του.
Η φωνή του
είναι απαλή
σαν του παιδιού. Το λεπτό
πρόσωπο,
ελαφρά γερμένο το κεφάλι στο
πλάι,
σε κοιτάει με κάτι λαμπερά γλυκά
μάτια, που λες θα σε τρυπήσουν με
την
δύναμή τους. Δεν αντέχεις και
κοιτάς
χάμω. Ισως να μη σου γεμίσει
το μάτι με
την πρώτη ο ησύχιος,
ταπεινός αγιορείτης
καλόγερος, ο
Γέροντας Παύλος Ζησάκης.
Εχοντας ο γράφων την
τιμή να
του μιλήσει προσωπικά, καταθέτω
τα γραφόμενα ώστε οι ....σημερινοί Ελληνες να γνωρίζουν
τι έκαναν οι
παππούδες τους και να
ξέρουν πόσο
ψηλά βρίσκεται ο πήχης. Από
τα
λίγα λόγια που έχει κατά καιρούς
εμπιστευτεί το ταπεινό του πνεύμα
στους
γύρω του και κυρίως στα
πνευματικά του
παιδιά, στάθηκε
δυνατό να συγκεντρώσω
την παρακάτω ιστορία.
Ηταν τότε στα ένδοξα
και θρυλικά
χρόνια του ’40 που κι ο
καλόγερος
αυτός ήταν είκοσι χρονών
πιτσιρίκι
και είχε κατασταλάξει μοναχός
στο
Αγιο το Ορος. Μα μόλις ξέσπασε ο
πόλεμος της 28ης τον πήραν κι αυτόν μαζί
με άλλους με το ζόρι από
τον τόπο της
μετανοίας του να πάει
να σηκώσει τουφέκι
κατά των εισβολέων. Δυστυχώς για την
Πίνδο δεν έχει εκμυστηρευθεί πολλά
πράγματα.
Το σίγουρο είναι πως
λοχαγό
του πυροβολικού θα τον βρεις,
τον
Απρίλιο εκείνον του ’41, στο οχυρό
του Ρούπελ. Από τα ψηλόστενα φυλάκια
για έξι ολάκερες μέρες χαστούκιζαν και
μαστίγωναν παταγωδώς τις βάρβαρες
αλλεπάλληλες επιθέσεις των νέων Ούνων.
Η αντίστασή τους υπεράνθρωπη,
ξεφεύγει από
τα όρια της πραγματικότητας.
Οι
Γερμανοί βλέποντας ότι δεν τους
ήταν δυνατό να καταβάλλουν με
αντρίκια
μέσα τέτοιους τιτάνες που
λες και είχαν
αναστηθεί από τα αρχαία μυθικά χρόνια,
επιτράτευσαν
το πιο μπαμπέσικο και
δειλοτρόπο
όπλο που έβγαλε η παραφροσύνη
εκείνου του αιώνα. Χημικά αέρια.
Από τους δεκατρείς
πυροβολητές
που ο πατήρ Παύλος είχε
στις διαταγές του επέζησαν μόνο οι δυο,
μαζί με τον ίδιο τρεις, όλοι τραυματισμένοι.
Ο καλόγερος σε άσχημη
κατάσταση. Οι
φωνητικές του χορδές
για πάντα
κατεστραμμένες από τα
αέρια δηλητήρια
και με ένα... βλήμα στην καρδιά.
Ο ψηλόλιγνος, μελαχροινός,
γενειοφόρος νεαρός πολεμιστής κείτεται
αναίσθητος δίπλα στο πυροβόλο του και οι άλλοι
δυο σε παρόμοια κατάσταση. Την ίδια ώρα
οι
υπόλοιποι που επέζησαν τους επέτρεψαν
οι Γερμανοί να παρελάσουν,
παραταγμένοι
με τα όπλα τους και
τις σημαίες τους
έξω από το θρυλικό
οχυρό και να
απομακρυνθούν απείραχτοι. Αυτοί οι
επικοί ήρωες που
στάθηκαν οι αληθινοί νικητές
στο
πεδίο της δόξας και που τους το
αναγνώρισαν ακόμα και οι εχθροί
τους.
Ο γέροντας με τους
άλλους
δυο γίναν τραυματίες αιχμάλωτοι
πολέμου και οι Γερμανοί σε μια ασυνήθιστη επίδειξη
ανθρωπιάς τους
μάζεψαν και τους
κουβάλησαν σε
νοσοκομείο δικό τους στη
Βουλγαρία.
Εκεί στη Σόφια βρέθηκε ο
ηρωικός αγιορείτης με ένα βλήμα στην
καρδιά.
Πίσω στο χωριό του στην
Ηπειρο
(στο Παλιοσέλλι) η μάνα του τον
έχει για νεκρό. Πάνε έξι μήνες από
τότε
που ο πόλεμος τελείωσε και
καμιά είδηση
δεν έφτασε για το γιο
της, ούτε αν ζει
ούτε αν πέθανε, ο
στρατός δεν ήξερε τι
είχαν απογίνει
οι αιχμάλωτοι. Του έχει
στήσει έναν
σεμνό, ξύλινο σταυρό με το
όνομα
πάνω γραμμένο, στο κυπελλάκι της
και σήμερα βγήκε σαν κάθε μέρα να του κάνει ένα
μνημόσυνο. Εχει
φτιάξει κόλλυβα και με
τα μάτια
βρύσες σιγοψέλνει τους κανόνες
και
κουνάει το μικρό λιβανιστήρι. Ξάφνου
ακούει το πορτόνι της αυλής
να τρίζει.
Ποιός τολμά να να την
ενοχλήσει αυτή
την πένθιμη στιγμή;
Μια ισχνή παραμορφωμένη
φωνή
ακούγεται λες και έρχεται από τον
κάτω κόσμο:
- Μάνα μου! Γύρισα!...
Στο αντίκρυσμα του
ψηλόλιγνου
μελαχρινού ρασοφόρου η
καψερή
μάνα πέφτει λιπόθυμη.
Ο αγιορείτης καλόγερος
επέστρεψε στον τακτικό στρατό και
έδρασε
κατά την Αντίσταση ως αξιωματικός
ενώ έφτασε κι ως τον βαθμό του
ταγματάρχη.
Και γι’ αυτήν την περίοδο λίγα θα σου
εκμυστηρευθεί
και έτσι δεν ξέρουμε
σχεδόν τίποτα
από τον ίδιο. Ομως και
για να φανεί πως αυτή η ιστορία είναι
αληθινή
και αντικειμενική να ένα άλλο
από
τα κατορθώματά του που διηγείται
ένας από τους συγχωριανούς του
στην
Κόνιτσα. Σίγουρα θα σκάρωσε
διάφορα
ανήκουστα και στην αντίσταση, αλλά και
μετά τον πόλεμο
δυστυχώς δεν σταμάτησε
να πολεμά.
Κλήθηκε να κάνει το
χρέος του
ως ταγματάρχης του τακτικού
στρατού εναντίον του κομμουνισμού.
Ηταν η εποχή οπού έπρεπε
να φυλάς
το σπίτι και την φαμελιά σου
μοναχός σου. Ετούτος ο ακαταμάχητος,
λοιπόν,
ακούραστος πολεμιστής κάθισε να φυλάει
το χωριό του και
τους συγχωριανούς του
στην Κόνιτσα.
Οπως λένε ακόμα οι
ντόπιοι,
«όσο καλά ήξερε να κρατάει το
σταυρό και το λιβανιστήρι τόσο καλά ....ήξερε και να παίζει
με το περίστροφο». Κάποια φορά έμαθαν
πως τριακόσιοι κομμουνιστές έρχονταν
να κάψουν την πόλη. Ο καλόγερος είχε
πενήντα τακτικούς
στρατιώτες. Στην
κρίσιμη αποφασιστική στιγμή το μυαλό
του γυαλί
και η ζωηράδα του ακμαία.
Βάζει
τους πενήντα να ανάψουν από μια
μεγάλη φωτιά ο καθένας γύρω από
την
πόλη, ώστε να φαίνονται από
μακριά. Οι
λήσταρχοι πάνω που έρχονται καβαλώντας
τις φοράδες από
μακρυά και αντικρίζουν
το θέαμα.
Καπνούς και ψηλές
φωτιές.
- Τι γίνεται εκεί ορέ
συντρόφια!
- Μάλλον θα μας προφτάξανε
οι
άλλοι που πάνε πιο μπροστά!
Λένε και στρίβοντας
φεύγουν απ’
άλλη μεριά.
Οι κάτοικοι της πόλης
για να θυμούνται την σωτήρια δράση του
γέροντα του χτίσανε στην Κόνιτσα
πλατεία με το όνομά
του. Πλατεία
πατρός Παύλου Ζησάκη.
Εξήντα χρόνια από τότε
κι όλοι
οι καρδιολόγοι της Ελλάδας
τρίβουν
τα μάτια πίσω από τα γυαλιά
τους
και σκίζουν τα πτυχία τους.
- Καλά ρε καλόγερε! Δε
ντρέπεσαι
να μας κοροϊδεύεις που ζεις
με
βλήμα στην καρδιά!;, αγανακτούν
οι
περισσότεροι μόλις το ακούνε.
- Ε τι να κάνω χριστιανέ
μου!
Ετσι το θέλησε ο Θέος παιδί μου!
Ψέμματα να σου πω!;,
απαντάει μακάρια ο
ησύχιος γέροντας Παύλος.
Μόνο σαν εξετάζουν την
ακτινογραφία του αναγκάζονται να
σηκώσουν τα χέρια ψηλά και να σταυροκοπηθούν.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου