Ήταν Κυριακή 1 Δεκεμβρίου 1913. Η Κρήτη ολόκληρη γιόρταζε την επιστροφή
της στο «σώμα» της Ελλάδας. Αιώνες σκλαβιάς, επαναστάσεις, ποταμοί
αίματος, χιλιάδες άνθρωποι αυτοθυσία στο βωμό της ελευθερίας... Η
ιστορία γύριζε σελίδα. Το νησί, μετά και την 15ετή περίοδο «αυτονομίας»,
που εγκαθιδρύθηκε μετά την επανάσταση του 1897 και τις φοβερές σφαγές
των χριστιανών του Ηρακλείου, στις 25 Αυγούστου 1898 (η αυτόνομη Κρητική
Πολιτεία ήταν, στην ουσία, μορφή διεθνούς κατοχής, ταυτόχρονα με
ζωντανή την επικυριαρχία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, για ένα μεγάλο
διάστημα), ενωνόταν με την Ελλάδα. Την πρώτη ημέρα του Δεκεμβρίου του
1913 υψώθηκε στο φρούριο του Φιρκά, στα Χανιά, η ελληνική σημαία,
παρουσία του βασιλιά της Ελλάδας Κωνσταντίνου, του πρωθυπουργού
Ελευθερίου Βενιζέλου και της πολιτικής ηγεσίας της Κρήτης. Η Κρήτη ήταν
πλέον τμήμα της ελληνικής επικράτειας.
Μέσα από δυό εφημερίδες της εποχής βλέπουμε τον παλμό της ΕΝΩΣΗΣ.
Πρώτα το αρθρο της ''Εστίας'' και μετά αυτό της ''εφημερίδος των κυριών''
Η μεγάλη εορτή της Eνώσεως
Η πόλις ηγρύπνησε στολιζομένη. Εορτάζει δε και ο ουρανός,
αποκατασταθείσης από της νυκτός της γαλήνης και ανατείλαντος εαρινού
ηλίου. Οι δρόμοι παρουσιάζουν όψιν λειμώνων ευωδιαζόντων από τας
μυρσίνας. Παντού είναι ανηρτημέναι Βυζαντιναί σημαίαι μεταξύ των
κυανολεύκων.
Συνωστίζονται παντού χωρικοί υψηλόκορμοι ζώσαι εικόνες του Θεοτοκοπούλου. Τα Κρητικόπουλα εις σμήνη κυκλοφορούν με της φουφουλίτσες των.
Από του Νικηφόρου Φωκά του εκδιώξαντος εκ Κρήτης τους Αραβας πρώτην φοράν Ελλην βασιλεύς αποβιβάζεται εις την νήσον.
Η αποβάθρα ξεχαρβαλωθείσα υπό της τριημέρου θυέλλης, ευπρεπίσθη το κατά δύναμιν. Μυρτοστολισμένη επίσης είναι και η έπαλξις του Φιρκά.
Την πρωίαν η Κρητική χωροφυλακή διήλθε τας οδούς σαλπίζουσα το εωθινόν.
Την 6ην πρωϊνήν κατέπλευσεν η “Μυκάλη” γεμάτη Κρήτας εγκατεστημένους εν Αθήναις και Πειραιεί.
Την 7ην εσημειώθη ο “Αβέρωφ”.
Ο γενικός θρησκευτικός αρχηγός των Μουσουλμάνων της νήσου Κρήτης Μεχμέτ Σεμουτλή, ιεροδικεύων ενταύθα, αρχηγός δε των χορευτών Δερβισών Μεβλεβήδων, προσφωνεί διά της “Εστίας” των Βασιλέα Ελευθερωτήν ως εξής:
Μεγαλειότατε!
“Ενθουσιά ο λαός της Κρήτης δια την έλευσιν της Υμετέρας Μεγαλειότητος εις την νήσον μας. Δεν υπάρχει αμφιβολία, ότι εν όσω υπάρχει Κυβέρνησις δικαία, πάντες οι υπήκοοι της Υμ. Μεγαλειότητος θα ώσιν Αυτή ειλικρινώς αφωσιωμένοι, καθώς και ο εν τη νήσω ευρισκόμενος Μουσουλμανικός πληθυσμός.
“Υπό την Υψηλήν αιγίδα της Υμ. Μεγαλειότητος ελπΑΑίζομεν οι Μουσουλμάνοι της Κρήτης να περνούν μετά των συμπατριωτών των εν αρμονία, και ότι και αυτοί θα ευτυχήσουν μαζή των.
“Ευχόμενοι τούτο, πάντες μια καρδία. Σας λέγομεν το: Καλώς ωρίσατε εξ όλης ψυχής.
“Ζήτω η Α.Μ. ο Βασιλεύς!”
Ο ενταύθα γενικός Πρόξενος της Ρωσσίας κ. Λαμπάτσωφ ως εξής εκφράζεται επί τω ευτυχεί γεγονότι:
- “Δεν έχω αμφιβολίαν ότι η άφιξις της Α.Μ. του Βασιλέως Κωνσταντίνου θέτει ένδοξον σφραγίδα εις την Κρητικήν εποποιΐαν. Η ηρωϊκή νήσος βλέπει σήμερον το τέλος του μαρτυρίου της. Της εύχομαι εξ όλης ψυχής πάσαν ευημερίαν”.
Την 9ην ακριβώς ο “Αβέρωφ” αι “Σπέτσαι” και δύο αντιτορπιλλικά διαγράφουν καμπύλην προ της Χαλέπας και αγκυροβολούν προ των Χανίων, σημαιοστολιζόμενα.
Δέκα λεπτά κατόπιν ο Γεν. Διοικητής κ. Ρούφος ανήλθεν επί του “Αβέρωφ” δια να χαιρετίση τον Βασιλέα. Οι πρόξενοι εν στολή αναμένουν εις την αποβάθραν μετά των Αρχών και των Σωματείων, φερόντων και τα λάβαρά των. Την εμφάνισιν του Ελληνικού στόλου χαιρετίζουν επί ημίωρον ήδη δια χαρμοσύνων κωδωνοκρουσιών οι κώδωνες όλων των Εκκλησιών της πόλεως.
Το Προεδρείον της Βουλής, αποβιβασθέν των “Σπετσών”, αναμένει και αυτό μετά των προξένων και των άλλων αρχών εις την αποβάθραν, από της οποίας μέχρι του ναού είνε παρατεταγμένη η χωροφυλακή.
Ο Βασιλεύς απεβιβάσθη ακριβώς την 10ην ώραν εν μέσω πανδαιμονίου κανονιοβολισμών θυέλλης ζητΑΑωκραυγών και συριγμάτων των σειρήνων των πλοίων. Ιδιαιτέρως χαρακτηριστικόν είνε, ότι ουδέ εις πυροβολισμός ερρίφθη ουδέ εν χειροκρότημα ηκούσθη.
Ο Βασιλεύς απεβιβάσθη εις το Τελωνείον με την μεγάλην ατμάκατον του “Αβέρωφ”, προσφωνήσαντος του Εισαγγελέως των Εφετών κ. Ζουρίδου.
Ο Βασιλεύς κατόπιν εχαιρέτησε τους Προξένους όπου δε διέκρινε το μάτι Του γέροντας αγωνιστάς, επροχώρει πρώτος και έσφιγγεν ανοικτόκαρδα καθενός το χέρι. Οι αγωνισταί αντί παντός άλλου χαιρετισμού δακρύοντες του εφώναζαν:
- Χριστός Ανέστη Βασιληά!
Η Μεγαλειότης του έφερε στολήν στρατηγού, ο Διάδοχος υπασπιστού και ο πρίγκηψ Αλέξανδρος την στολήν του βαθμού του.
Ηγουμένου του Βασιλέως μετά των πριγκήπων, του Πρωθυπουργού μετά του προέδρου της Βουλής, του Γεν. Διοικητού, των προξένων και όλων των άλλων, η πομπή κατευθύνεται προς τον καθεδρικόν ναόν.
Ο Επίσκοπος Χανίων και Αποκορώνου Αγαθάγγελος φέρων λευκόν χρυσοποίκιλτον σάκκον προσφωνεί από της εξωθύρας του ναού των Εισοδίων της Παναγίας τον Βασιλέα, ιστάμενον επί της επί τούτω στηθείσης εξέδρας, ραινόμενον δε δι’ ανθέων υπό των μαθητριών του Παρθεναγωγείου εκ της προς την πλατείαν θυρίδος του γυναικωνίτου. Περίληψις της προσφωνήσεως του Επισκόπου έχει ως εξής:
“Μεγαλειότατε Βασιλεύ!
“Η Κρήτη η οποία υπέρ πάσαν Ελληνικήν γην ποταμούς έχυσεν αιμάτων υπέρ της ελευθερίας αυτής και εναγωνίως περιέμενε την ημέραν ταύτην, δονείται σήμερον από χαράν υποδεχομένη πανηγυρικώς εν τη πρωτευούση αυτής Σε, τον μεγαλουργόν Στρατηλάτην, τον τροπαιοφόρον μαχητήν, τον δαφνοστεφή Βασιλέα της!”...
“Αι μακάριαι ψυχαί των ημιθέων ηρώων πατέρων και αδελφών ημών, οίτινες κατά καιρούς ηγωνίσθησαν υπέρ της ελευθερίας και διαπύρως επόθησαν να ίδουν την ημέραν ταύτην, πλην, φευ! δεν ηξιώθησαν, σήμερον, επί κεφαλής έχουσαι την μακαρίαν ψυχήν του αλήστου μνήμης αοιδίμου Πατρός Σου, ευλογούσι Σε πατούντα ως Βασιλέα το ιερόν έδαφος το συνέχον τα άγια αυτών λείψανα”.
Ο Επίσκοπος εξακολουθεί εκφράζων την υπερηφάνειαν του Εθνους, “διότι τοιούτον έχομεν Βασιλέα”, επίσης δε και την ευγνωμοσύνην πάντων δια τους “ενδόξους υπέρ Πατρίδος αγώνάς Του, τους εξασφαλίζοντας Αυτώ αναλλοίωτον την πίστιν και την αφοσίωσιν του Λαού Του”.
Η προσφώνησις του Επισκόπου τελειώνει με το ρητόν του Ησαΐου λέγοντος:
Ενισχύσει Κύριος την χείρα αυτού εν τω εξάγειν εκ των εσμών τους δεδεμένους.
Μετά την προσφώνησιν του Επισκόπου ο Βασιλεύς, κατερχόμενος της εξέδρας υπό τας μυριοστόμους ζητοκραυγάς και επευφημίας του λαού, εισέρχεται εις τον νανόν, ενώ οι χοροί ψάλλουν το “Σώσον, Κύριε τον λαόν σου και ευλόγησον την κληρονομίαν σου”.
Μετά το τέλος της δοξολογίας η πομπή ολόκληρος ηγουμένου του Σταυρού, κατευθύνεται προς την έπαλξιν του Φιρκά, όπου ο Βασιλεύς φθάνει ακριβώς την ενδεκάτην παρά τέταρτον και ανέρχεται εις την επί τούτου εξέδραν.
Επί του Φιρκά όταν έφθασεν η πομπή, ο Επίσκοπος Χανίων ετέλεσεν αγιασμόν, ενώ οι παρακολουθήσαντες από της Εκκλησίας χοροί έψαλλον το “Ο υψωθείς εν τω Σταυρώ εκουσίως”.
Ο Επίσκοπος ερράντισεν ακολούθως τον Βασιλέα και καθηγίασε την σημαίαν, ενώ οι χοροί έψαλλον: “Τη υπερμάχω εγείρονται τρόπαια χαίρε, δι’ ής εχθροί καταπίπτουσι”.
Την στιγμήν καθ’ ήν η σημαία υψούτο υπό του Βασιλέως και τα πλοία του Ελληνικού στόλου εχαιρέτιζον αυτήν δι 101 κανονιοβολισμών, οι χοροί έψαλλον:
“Ανδρών ηρώων προμάχων πατρίδος των, πεσόντων ευσεβώς, αιωνία η μνήμη” και τα πλήθη φρενητιωδώς εζητωκραύγαζον.
Η σημαία υψώθη ακριβώς την 11.5’π.μ. Το λευκοκύανον του Ελληνισμού σύμβολον παρέδωκαν εις τον Βασιλέα οι αγωνισταί Γιάνναρης και Μάντακας, προσέδεσε δε την σημαίαν η Α.Μ., ανασύραντος το σχοινίον κατόπιν του καπετάν Μάντακα.
Θαυμασίως ωραία υπήρξε και η σκηνή καθ’ ήν επί του Φιρκά, ευθύς μετά την ανύψωσιν της Σημαίας, ο Βασιλεύς εκάρφωσεν ιδιοχείρως εις τα στήθη των γηραιών αγωνιστών Μάντακα και Χατζημιχάλη Γιάνναρη, 94 ετών του πρώτου 88 του δεύτερου, τον Χρυσούν Σταυρόν του Σωτήρος.
Ιδιαιτέρως χαρακτηριστικόν είνε ότι ο Χατζημιχάλης έχει και αναμνήσεις του Φιρκά, εις το φρούριον του οποίου εκρατήθη φυλακισμένος επί Τουρκοκρατίας επί χρόνον πολύν.
- Ο διαπρεπής και διάθερμος φιλέλλην Ιταλός βουλευτής κ. Ροβέρτος Γκάλλι απέστειλε την εσπέραν χθες προς τον κ. Ρούφον το εξής τηλεγάφημα:
“Από τριάκοντα και πλέον ετών υποστηρίζω όση εμοί δύναμις την ένωσιν της ηρωικής Κρήτης μετά της Μητρός Πατρίδος Ελλάδος. Μετέχω επομένως της αγίας τελετής της αύριον με ενθουσιώσαν ψυχήν”.
“Εστία”
Συνωστίζονται παντού χωρικοί υψηλόκορμοι ζώσαι εικόνες του Θεοτοκοπούλου. Τα Κρητικόπουλα εις σμήνη κυκλοφορούν με της φουφουλίτσες των.
Από του Νικηφόρου Φωκά του εκδιώξαντος εκ Κρήτης τους Αραβας πρώτην φοράν Ελλην βασιλεύς αποβιβάζεται εις την νήσον.
Η αποβάθρα ξεχαρβαλωθείσα υπό της τριημέρου θυέλλης, ευπρεπίσθη το κατά δύναμιν. Μυρτοστολισμένη επίσης είναι και η έπαλξις του Φιρκά.
Την πρωίαν η Κρητική χωροφυλακή διήλθε τας οδούς σαλπίζουσα το εωθινόν.
Την 6ην πρωϊνήν κατέπλευσεν η “Μυκάλη” γεμάτη Κρήτας εγκατεστημένους εν Αθήναις και Πειραιεί.
Την 7ην εσημειώθη ο “Αβέρωφ”.
Ο γενικός θρησκευτικός αρχηγός των Μουσουλμάνων της νήσου Κρήτης Μεχμέτ Σεμουτλή, ιεροδικεύων ενταύθα, αρχηγός δε των χορευτών Δερβισών Μεβλεβήδων, προσφωνεί διά της “Εστίας” των Βασιλέα Ελευθερωτήν ως εξής:
Μεγαλειότατε!
“Ενθουσιά ο λαός της Κρήτης δια την έλευσιν της Υμετέρας Μεγαλειότητος εις την νήσον μας. Δεν υπάρχει αμφιβολία, ότι εν όσω υπάρχει Κυβέρνησις δικαία, πάντες οι υπήκοοι της Υμ. Μεγαλειότητος θα ώσιν Αυτή ειλικρινώς αφωσιωμένοι, καθώς και ο εν τη νήσω ευρισκόμενος Μουσουλμανικός πληθυσμός.
“Υπό την Υψηλήν αιγίδα της Υμ. Μεγαλειότητος ελπΑΑίζομεν οι Μουσουλμάνοι της Κρήτης να περνούν μετά των συμπατριωτών των εν αρμονία, και ότι και αυτοί θα ευτυχήσουν μαζή των.
“Ευχόμενοι τούτο, πάντες μια καρδία. Σας λέγομεν το: Καλώς ωρίσατε εξ όλης ψυχής.
“Ζήτω η Α.Μ. ο Βασιλεύς!”
Ο ενταύθα γενικός Πρόξενος της Ρωσσίας κ. Λαμπάτσωφ ως εξής εκφράζεται επί τω ευτυχεί γεγονότι:
- “Δεν έχω αμφιβολίαν ότι η άφιξις της Α.Μ. του Βασιλέως Κωνσταντίνου θέτει ένδοξον σφραγίδα εις την Κρητικήν εποποιΐαν. Η ηρωϊκή νήσος βλέπει σήμερον το τέλος του μαρτυρίου της. Της εύχομαι εξ όλης ψυχής πάσαν ευημερίαν”.
Την 9ην ακριβώς ο “Αβέρωφ” αι “Σπέτσαι” και δύο αντιτορπιλλικά διαγράφουν καμπύλην προ της Χαλέπας και αγκυροβολούν προ των Χανίων, σημαιοστολιζόμενα.
Δέκα λεπτά κατόπιν ο Γεν. Διοικητής κ. Ρούφος ανήλθεν επί του “Αβέρωφ” δια να χαιρετίση τον Βασιλέα. Οι πρόξενοι εν στολή αναμένουν εις την αποβάθραν μετά των Αρχών και των Σωματείων, φερόντων και τα λάβαρά των. Την εμφάνισιν του Ελληνικού στόλου χαιρετίζουν επί ημίωρον ήδη δια χαρμοσύνων κωδωνοκρουσιών οι κώδωνες όλων των Εκκλησιών της πόλεως.
Το Προεδρείον της Βουλής, αποβιβασθέν των “Σπετσών”, αναμένει και αυτό μετά των προξένων και των άλλων αρχών εις την αποβάθραν, από της οποίας μέχρι του ναού είνε παρατεταγμένη η χωροφυλακή.
Ο Βασιλεύς απεβιβάσθη ακριβώς την 10ην ώραν εν μέσω πανδαιμονίου κανονιοβολισμών θυέλλης ζητΑΑωκραυγών και συριγμάτων των σειρήνων των πλοίων. Ιδιαιτέρως χαρακτηριστικόν είνε, ότι ουδέ εις πυροβολισμός ερρίφθη ουδέ εν χειροκρότημα ηκούσθη.
Ο Βασιλεύς απεβιβάσθη εις το Τελωνείον με την μεγάλην ατμάκατον του “Αβέρωφ”, προσφωνήσαντος του Εισαγγελέως των Εφετών κ. Ζουρίδου.
Ο Βασιλεύς κατόπιν εχαιρέτησε τους Προξένους όπου δε διέκρινε το μάτι Του γέροντας αγωνιστάς, επροχώρει πρώτος και έσφιγγεν ανοικτόκαρδα καθενός το χέρι. Οι αγωνισταί αντί παντός άλλου χαιρετισμού δακρύοντες του εφώναζαν:
- Χριστός Ανέστη Βασιληά!
Η Μεγαλειότης του έφερε στολήν στρατηγού, ο Διάδοχος υπασπιστού και ο πρίγκηψ Αλέξανδρος την στολήν του βαθμού του.
Ηγουμένου του Βασιλέως μετά των πριγκήπων, του Πρωθυπουργού μετά του προέδρου της Βουλής, του Γεν. Διοικητού, των προξένων και όλων των άλλων, η πομπή κατευθύνεται προς τον καθεδρικόν ναόν.
Ο Επίσκοπος Χανίων και Αποκορώνου Αγαθάγγελος φέρων λευκόν χρυσοποίκιλτον σάκκον προσφωνεί από της εξωθύρας του ναού των Εισοδίων της Παναγίας τον Βασιλέα, ιστάμενον επί της επί τούτω στηθείσης εξέδρας, ραινόμενον δε δι’ ανθέων υπό των μαθητριών του Παρθεναγωγείου εκ της προς την πλατείαν θυρίδος του γυναικωνίτου. Περίληψις της προσφωνήσεως του Επισκόπου έχει ως εξής:
“Μεγαλειότατε Βασιλεύ!
“Η Κρήτη η οποία υπέρ πάσαν Ελληνικήν γην ποταμούς έχυσεν αιμάτων υπέρ της ελευθερίας αυτής και εναγωνίως περιέμενε την ημέραν ταύτην, δονείται σήμερον από χαράν υποδεχομένη πανηγυρικώς εν τη πρωτευούση αυτής Σε, τον μεγαλουργόν Στρατηλάτην, τον τροπαιοφόρον μαχητήν, τον δαφνοστεφή Βασιλέα της!”...
“Αι μακάριαι ψυχαί των ημιθέων ηρώων πατέρων και αδελφών ημών, οίτινες κατά καιρούς ηγωνίσθησαν υπέρ της ελευθερίας και διαπύρως επόθησαν να ίδουν την ημέραν ταύτην, πλην, φευ! δεν ηξιώθησαν, σήμερον, επί κεφαλής έχουσαι την μακαρίαν ψυχήν του αλήστου μνήμης αοιδίμου Πατρός Σου, ευλογούσι Σε πατούντα ως Βασιλέα το ιερόν έδαφος το συνέχον τα άγια αυτών λείψανα”.
Ο Επίσκοπος εξακολουθεί εκφράζων την υπερηφάνειαν του Εθνους, “διότι τοιούτον έχομεν Βασιλέα”, επίσης δε και την ευγνωμοσύνην πάντων δια τους “ενδόξους υπέρ Πατρίδος αγώνάς Του, τους εξασφαλίζοντας Αυτώ αναλλοίωτον την πίστιν και την αφοσίωσιν του Λαού Του”.
Η προσφώνησις του Επισκόπου τελειώνει με το ρητόν του Ησαΐου λέγοντος:
Ενισχύσει Κύριος την χείρα αυτού εν τω εξάγειν εκ των εσμών τους δεδεμένους.
Μετά την προσφώνησιν του Επισκόπου ο Βασιλεύς, κατερχόμενος της εξέδρας υπό τας μυριοστόμους ζητοκραυγάς και επευφημίας του λαού, εισέρχεται εις τον νανόν, ενώ οι χοροί ψάλλουν το “Σώσον, Κύριε τον λαόν σου και ευλόγησον την κληρονομίαν σου”.
Μετά το τέλος της δοξολογίας η πομπή ολόκληρος ηγουμένου του Σταυρού, κατευθύνεται προς την έπαλξιν του Φιρκά, όπου ο Βασιλεύς φθάνει ακριβώς την ενδεκάτην παρά τέταρτον και ανέρχεται εις την επί τούτου εξέδραν.
Επί του Φιρκά όταν έφθασεν η πομπή, ο Επίσκοπος Χανίων ετέλεσεν αγιασμόν, ενώ οι παρακολουθήσαντες από της Εκκλησίας χοροί έψαλλον το “Ο υψωθείς εν τω Σταυρώ εκουσίως”.
Ο Επίσκοπος ερράντισεν ακολούθως τον Βασιλέα και καθηγίασε την σημαίαν, ενώ οι χοροί έψαλλον: “Τη υπερμάχω εγείρονται τρόπαια χαίρε, δι’ ής εχθροί καταπίπτουσι”.
Την στιγμήν καθ’ ήν η σημαία υψούτο υπό του Βασιλέως και τα πλοία του Ελληνικού στόλου εχαιρέτιζον αυτήν δι 101 κανονιοβολισμών, οι χοροί έψαλλον:
“Ανδρών ηρώων προμάχων πατρίδος των, πεσόντων ευσεβώς, αιωνία η μνήμη” και τα πλήθη φρενητιωδώς εζητωκραύγαζον.
Η σημαία υψώθη ακριβώς την 11.5’π.μ. Το λευκοκύανον του Ελληνισμού σύμβολον παρέδωκαν εις τον Βασιλέα οι αγωνισταί Γιάνναρης και Μάντακας, προσέδεσε δε την σημαίαν η Α.Μ., ανασύραντος το σχοινίον κατόπιν του καπετάν Μάντακα.
Θαυμασίως ωραία υπήρξε και η σκηνή καθ’ ήν επί του Φιρκά, ευθύς μετά την ανύψωσιν της Σημαίας, ο Βασιλεύς εκάρφωσεν ιδιοχείρως εις τα στήθη των γηραιών αγωνιστών Μάντακα και Χατζημιχάλη Γιάνναρη, 94 ετών του πρώτου 88 του δεύτερου, τον Χρυσούν Σταυρόν του Σωτήρος.
Ιδιαιτέρως χαρακτηριστικόν είνε ότι ο Χατζημιχάλης έχει και αναμνήσεις του Φιρκά, εις το φρούριον του οποίου εκρατήθη φυλακισμένος επί Τουρκοκρατίας επί χρόνον πολύν.
- Ο διαπρεπής και διάθερμος φιλέλλην Ιταλός βουλευτής κ. Ροβέρτος Γκάλλι απέστειλε την εσπέραν χθες προς τον κ. Ρούφον το εξής τηλεγάφημα:
“Από τριάκοντα και πλέον ετών υποστηρίζω όση εμοί δύναμις την ένωσιν της ηρωικής Κρήτης μετά της Μητρός Πατρίδος Ελλάδος. Μετέχω επομένως της αγίας τελετής της αύριον με ενθουσιώσαν ψυχήν”.
“Εστία”
Η ΜΕΓΑΛΗ ΚΑΙ ΤΡΑΝΗ
Η Κρήτη απεδόθη εις την μητέρα της. Θα έλεγε κανείς πως έπρεπε να
μεγαλώση πρώτα η Ελλάς, να δυναμώση η αναιμική, η κάτισχνη μητέρα, να
γείνη χώρα τιμημένη και μεγάλη και ένδοξος για να χωρέση στην αγκάλη της
την δυνατήν, μια τόσον υπερήφανον μεγαλειότητα.
Ο τίτλος μη φανή παράξενος και μην ξαφνίση άλλες αδελφές, από τας νέας χώρας που απελευθέρωσεν ο μέγας Κωνσταντίνος ο Δωδέκατος. Η Κρήτη μόνη μέσα σ’ όλους τους λαούς της Γης και μέσα εις τας χώρας τας ιστορικάς στέκεται υψηλά και υπερήφανα σαν μάννα του πανάρχαιου πολιτισμού, ωσάν πατρίδα των Ελληνικών θεών, που μέσα εις τους κόλπους της εθήλασαν το γάλα της Αμαλθείας αιγός.
Ο Κρόνος ο πανάρχαιος του Ελληνικού Ολύμπου πρόγονος, ήτο ο τρομερός πατέρας της φυλής, που και τα ίδια του παιδιά κατέτρωγε για να μη γείνουν μεγαλείτερα απ’ αυτόν. Ητο λοιπόν μεγάλη και τρανή η Κρήτη πάντοτε και είνε η μάννα αυτή και η αρχόντισσα με τα παλάτια της και τους ναούς της τους περίλαμπρους, με της γυναίκες της ξεχωριστές στην ωμορφιά, στη χάρι και στην πολυτέλεια.
Ητο μεγάλη η Κρήτη, η εξχωριστή αρχόντισσα και της φυλής κυρίαρχος, αφού κι αυτό της Αθηνάς το άστυ φόρον παρθένων και παλληκαριών της πλήρωνε.
Ητο μεγάλη πάντα η αήττητη, όταν αιώνας όλους επολέμησαν για την κατάκτησίν της, οι άρχοντες των τότε θαλασσών, της Βενετίας οι Δόγαι και οι πρίγκηπες.
Ητο μεγάλη κι ύστερα που τους τυράννους και κατακτητές Ανατολής και Δύσεως έκαμε και την καταγωγήν των και την γλώσσαν των να χάσουν, και χωρίς να καταλάβουν νικημένοι από νικηταί να ευρεθούν.
Ητο μεγάλη η υπερήφανη αρχόντισσα κι όταν ακόμη οι στόλοι των Δυνάμεων εκανοβολούσαν με κανόνια δυνατής ολκής το μικρόν φρούριον, εις το οποίον λεοντάρια ατρόμητα τα Κρητικόπουλα εσκαρφάλωναν για να υψώσουν την σημαίαν την Ελληνικήν.
Τα χρόνια της σκλαβιάς της τ’ αναρίθμητα μόνον με επαναστάσεις και ανταρσίες ημπορούν να μετρηθούν. Χειρότερη από τα ηφαίστεια, που κάθε λίγο ξεκουνούν την Γη και κάθε τόσο φλόγες και καπνούς στον ουρανό πετούν, η Κρήτη έμεινε το άσβεστο ηφαίστειο, που γενεές και γενεές το ακολούθησαν να φλέγη και να καίη την αιματωμένη γη και λάβα πύρινη να χύνη και ν’ απλώνη στους κάμπους που ανθεί η λεμονιά και όπου τα χρυσόμηλα μυρίζουν τον αέρα.
Τ’ Αρκάδι φρούριο απόρθητο, εις την φωτιά ενός απ’ τους πολλούς πολέμους σαν πυροτέχνημα τινάχθηκαν στον ουρανό, με τάγματα από μοναχούς πολεμιστάς, που για καμπάνες είχαν την κλαγγήν των όπλων των και για λιβάνι τον καπνό του μπαρουτιού.
Μάννα μεγάλη κ’ ένδοξη αυτή, με γάλα γέννησε κι έθρεψε παιδιά, λεβέντες και πρωτοπαλλήκαρα ηρωϊκά και φημισμένα εις τα πέρατα της Γης. Στης Τέχνες, εις την Επιστήμη και τα γράμματα κι εις κάθε ωραιότητα του νου και της ψυχής, ακόμη και εις το πειο σοφά και δύσκολα, να κυβερνούν λαούς και χώρες να υψώνουν ωσάν γίγαντας.
Αυτή ‘ναι η Κρήτη, που είχε ιδεί το αίμα της σαν ποταμός να χύνεται και τα βουνά της υψηλότερα να γίνωνται από της εκακόμβες των οστών της αναρίθμητες. Αυτή ‘ναι η Κρήτη, που με τα ματωμένα χέρια της της αλυσσίδες της σκλαβιάς εσύντριψε και γίγαντας ωρθώθη στη Μεσόγειο, αυτοκρατόρισσα πορφυρογέννητη και ένδοξη, τον Κωνσταντίνο, τον μεγάλο σαν αυτήν, εις την αγκάλη της να σφίγξη δοξασμένον νικητήν και άρχοντα.
Για την ανάστασιν μιας τέτοιας χώρας παντοδύναμης και εις τα πέρατα της Γης μοναδικής δεν πήγαιναν λουλούδια και σημαίες και μυρτιές και λόγια διαβασμένα στο χαρτί. Αυτά είνε στολίδια που ταιριάζουν μόνον εις θνητούς κοινούς, εις πανηγύρια, γάμους και εορτές και εις πολιτικά συμπόσια.
Για την μεγάλην και ξεχωριστήν πανήγυριν μιας φυλής ανδρείων, που δεν εταπεινώθηκε ποτέ στους ισχυρούς, αλλ’ ούτε εις τον τύραννον εμπρός χαμήλωσε το μέτωπον, μεγάλα έτρεπε τιμής και ανδρείας τρόπαια να υψωθούν και με παιάνας και αγώνας γυμνικούς, σαν στους παληούς καλούς καιρούς, να τιμηθή η ημέρα της ενώσεως.
Και η Κρήτη απ’ άκρη σ’ άκρη, πολιτείες και χωριά, τρεις να προσφέρη ημέρες και τρεις νύκτες συνεχείς στους γέρους καπετάνιους, και στα ανδρεία της παιδιά κάθε μοσχάρι σιτευτό και κάθε εκλεκτό κρασί, γεύματα και συμπόσια Ομηρικά, κάτι σαν είδος κοινωνίας θεϊκής, κάτι που να τιμά και ν’ ανασταίνη μαζή με την σημερινή χαρά το μεγαλείον και την δόξαν του πρώτου και του πειο αρχαϊκού πολιτισμού.
Και στους γέρους καπετάνιους και στα λεβεντόπαιδα, κρασί νέκταρ να κερνούνε κόρες διαλεχτές με κορμιά κυπαρισσένια κι’ αρχοντιά πολλή, Καριάτιδες της Κρήτης ολοζώντανες. Και χορούς εις της πλατείες και εις τους αγρούς να χορεύουν τρεις ημέρες και τρεις νύκτες με της λύρας το τραγούδι το εξχωριστό για την νίκην και την δόξαν της μητέρας της μεγάλης και τρανής.
Κ. Παρρέν
(“Εφημερίς των Κυριών”)
Ο τίτλος μη φανή παράξενος και μην ξαφνίση άλλες αδελφές, από τας νέας χώρας που απελευθέρωσεν ο μέγας Κωνσταντίνος ο Δωδέκατος. Η Κρήτη μόνη μέσα σ’ όλους τους λαούς της Γης και μέσα εις τας χώρας τας ιστορικάς στέκεται υψηλά και υπερήφανα σαν μάννα του πανάρχαιου πολιτισμού, ωσάν πατρίδα των Ελληνικών θεών, που μέσα εις τους κόλπους της εθήλασαν το γάλα της Αμαλθείας αιγός.
Ο Κρόνος ο πανάρχαιος του Ελληνικού Ολύμπου πρόγονος, ήτο ο τρομερός πατέρας της φυλής, που και τα ίδια του παιδιά κατέτρωγε για να μη γείνουν μεγαλείτερα απ’ αυτόν. Ητο λοιπόν μεγάλη και τρανή η Κρήτη πάντοτε και είνε η μάννα αυτή και η αρχόντισσα με τα παλάτια της και τους ναούς της τους περίλαμπρους, με της γυναίκες της ξεχωριστές στην ωμορφιά, στη χάρι και στην πολυτέλεια.
Ητο μεγάλη η Κρήτη, η εξχωριστή αρχόντισσα και της φυλής κυρίαρχος, αφού κι αυτό της Αθηνάς το άστυ φόρον παρθένων και παλληκαριών της πλήρωνε.
Ητο μεγάλη πάντα η αήττητη, όταν αιώνας όλους επολέμησαν για την κατάκτησίν της, οι άρχοντες των τότε θαλασσών, της Βενετίας οι Δόγαι και οι πρίγκηπες.
Ητο μεγάλη κι ύστερα που τους τυράννους και κατακτητές Ανατολής και Δύσεως έκαμε και την καταγωγήν των και την γλώσσαν των να χάσουν, και χωρίς να καταλάβουν νικημένοι από νικηταί να ευρεθούν.
Ητο μεγάλη η υπερήφανη αρχόντισσα κι όταν ακόμη οι στόλοι των Δυνάμεων εκανοβολούσαν με κανόνια δυνατής ολκής το μικρόν φρούριον, εις το οποίον λεοντάρια ατρόμητα τα Κρητικόπουλα εσκαρφάλωναν για να υψώσουν την σημαίαν την Ελληνικήν.
Τα χρόνια της σκλαβιάς της τ’ αναρίθμητα μόνον με επαναστάσεις και ανταρσίες ημπορούν να μετρηθούν. Χειρότερη από τα ηφαίστεια, που κάθε λίγο ξεκουνούν την Γη και κάθε τόσο φλόγες και καπνούς στον ουρανό πετούν, η Κρήτη έμεινε το άσβεστο ηφαίστειο, που γενεές και γενεές το ακολούθησαν να φλέγη και να καίη την αιματωμένη γη και λάβα πύρινη να χύνη και ν’ απλώνη στους κάμπους που ανθεί η λεμονιά και όπου τα χρυσόμηλα μυρίζουν τον αέρα.
Τ’ Αρκάδι φρούριο απόρθητο, εις την φωτιά ενός απ’ τους πολλούς πολέμους σαν πυροτέχνημα τινάχθηκαν στον ουρανό, με τάγματα από μοναχούς πολεμιστάς, που για καμπάνες είχαν την κλαγγήν των όπλων των και για λιβάνι τον καπνό του μπαρουτιού.
Μάννα μεγάλη κ’ ένδοξη αυτή, με γάλα γέννησε κι έθρεψε παιδιά, λεβέντες και πρωτοπαλλήκαρα ηρωϊκά και φημισμένα εις τα πέρατα της Γης. Στης Τέχνες, εις την Επιστήμη και τα γράμματα κι εις κάθε ωραιότητα του νου και της ψυχής, ακόμη και εις το πειο σοφά και δύσκολα, να κυβερνούν λαούς και χώρες να υψώνουν ωσάν γίγαντας.
Αυτή ‘ναι η Κρήτη, που είχε ιδεί το αίμα της σαν ποταμός να χύνεται και τα βουνά της υψηλότερα να γίνωνται από της εκακόμβες των οστών της αναρίθμητες. Αυτή ‘ναι η Κρήτη, που με τα ματωμένα χέρια της της αλυσσίδες της σκλαβιάς εσύντριψε και γίγαντας ωρθώθη στη Μεσόγειο, αυτοκρατόρισσα πορφυρογέννητη και ένδοξη, τον Κωνσταντίνο, τον μεγάλο σαν αυτήν, εις την αγκάλη της να σφίγξη δοξασμένον νικητήν και άρχοντα.
Για την ανάστασιν μιας τέτοιας χώρας παντοδύναμης και εις τα πέρατα της Γης μοναδικής δεν πήγαιναν λουλούδια και σημαίες και μυρτιές και λόγια διαβασμένα στο χαρτί. Αυτά είνε στολίδια που ταιριάζουν μόνον εις θνητούς κοινούς, εις πανηγύρια, γάμους και εορτές και εις πολιτικά συμπόσια.
Για την μεγάλην και ξεχωριστήν πανήγυριν μιας φυλής ανδρείων, που δεν εταπεινώθηκε ποτέ στους ισχυρούς, αλλ’ ούτε εις τον τύραννον εμπρός χαμήλωσε το μέτωπον, μεγάλα έτρεπε τιμής και ανδρείας τρόπαια να υψωθούν και με παιάνας και αγώνας γυμνικούς, σαν στους παληούς καλούς καιρούς, να τιμηθή η ημέρα της ενώσεως.
Και η Κρήτη απ’ άκρη σ’ άκρη, πολιτείες και χωριά, τρεις να προσφέρη ημέρες και τρεις νύκτες συνεχείς στους γέρους καπετάνιους, και στα ανδρεία της παιδιά κάθε μοσχάρι σιτευτό και κάθε εκλεκτό κρασί, γεύματα και συμπόσια Ομηρικά, κάτι σαν είδος κοινωνίας θεϊκής, κάτι που να τιμά και ν’ ανασταίνη μαζή με την σημερινή χαρά το μεγαλείον και την δόξαν του πρώτου και του πειο αρχαϊκού πολιτισμού.
Και στους γέρους καπετάνιους και στα λεβεντόπαιδα, κρασί νέκταρ να κερνούνε κόρες διαλεχτές με κορμιά κυπαρισσένια κι’ αρχοντιά πολλή, Καριάτιδες της Κρήτης ολοζώντανες. Και χορούς εις της πλατείες και εις τους αγρούς να χορεύουν τρεις ημέρες και τρεις νύκτες με της λύρας το τραγούδι το εξχωριστό για την νίκην και την δόξαν της μητέρας της μεγάλης και τρανής.
Κ. Παρρέν
(“Εφημερίς των Κυριών”)
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου