Παρασκευή 26 Ιουλίου 2013

ΜΗΔΕΙΑ: Όταν η προδοσία οδηγεί στην παραφροσύνη…

Γράφει ο ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΔΕΜΟΣ
Ο Αθανάσιος Δέμος αναλύει την υπόθεση της τραγωδίας και αναφέρεται στους μύθους που εμπλέκονται και καθορίζουν την εξέλιξή της.

Η τραγωδία αυτή κατέχει μια από τις πρώτες θέσεις όχι μόνον στο ελληνικό δραματολόγιο, αλλά στην παγκόσμια θεατρική σκηνή. Και αυτό γιατί θίγει μια πανανθρώπινη αλήθεια, όπως μαρτυρούν οι παραπάνω στίχοι. Ο ποιητής απεικονίζει άριστα τη γυναίκα, όταν τύχει και προδοθεί στο γάμο, τότε οδηγείται σε τέτοια παραφροσύνη (τρέλα) που δεν υπάρχει πιο αιμοβόρο πράγμα από αυτήν. Για να καταλάβει κανείς την υπόθεση της τραγωδίας, πρέπει να γνωρίζει όσα προηγήθηκαν για να βρεθεί η Μήδεια στην Κόρινθο, όπου συμβαίνουν όσα αναφέρονται στα επεισόδια. Και αυτό γιατί στην εξέλιξη της τραγωδίας εμπλέκονται πολλοί μύθοι.
Είναι γνωστό ότι ο Φρίξος και η Έλλη, παιδιά του Αθάμαντα, βασιλιά της Βοιωτίας και της θεάς Νεφέλης, κινδύνευαν να εξοντωθούν από τη μητριά τους Ινώ (την Νεφέλη την εγκατέλειψε). Η Νεφέλη έδωσε στα παιδιά της ένα φτερωτό χρυσόμαλλο κριάρι. Έτσι έφυγαν για την Κολχίδα του Ευξείνου Πόντου, επάνω σ’ αυτό το κριάρι. Η Έλλη ζαλίστηκε την ώρα που περνούσαν από το στενό που σήμερα λέγεται Ελλήσποντος. Έπεσε στη θάλασσα και από τότε λέγεται Ελλήσποντος.
Ο Φρίξος έφθασε στην Κολχίδα, όπου τον φιλοξένισε ο Αιήτης, ο βασιλιάς της χώρας αυτής του Ευξείνου Πόντου. Ο Φρίξος θυσίασε το κριάρι στο θεό Φύξιο, προστάτη των φυγάδων και χάρισε το χρυσόμαλλο δέρμα στον Αιήτη, ο οποίος το κρέμασε σε ένα δέντρο και έβαλε φύλακα έναν ακοίμητο δράκοντα.


Ο Δεύτερος μύθος λέει ότι στην Ιωλκό (στον Παγασητικό κόλπο) ήταν βασιλιάς ο Πελίας, ο οποίος εξεθρόνισε τον Αίσονα, πατέρα του Ιάσονα. Για να απαλλαγεί και από τον Ιάσονα τον έστειλε στον Κένταυρο Χείρωνα, για να μορφωθεί. Είναι γνωστός ο μύθος, πώς κατέληξε στην απόφαση να στείλει τον Ιάσονα στην Κολχίδα να φέρει το Χρυσόμαλλο δέρμα. Έτσι, άρχισε η Αργοναυτική εκστρατεία με αρχηγό τον Ιάσονα.
Στην αρπαγή του Χρυσόμαλλου δέρματος βοήθησε τον Ιάσωνα η Μήδεια, κόρη του Αιήτη και ανεψιά της Κίρκης της γνωστής μάγισσας και γι’ αυτό και η Μήδεια ήταν μάγισσα. Έτσι παρασκεύασε ναρκωτικό, με το οποίο αποκοίμησε τον δράκοντα που φύλαγε το δέρμα. Όλα αυτά τα έκαμε γιατί ερωτεύτηκε τον Ιάσονα και τον ακολούθησε στη φυγή του μαζί με την τροφό της (παραμάνα). Στην Ιωλκό παντρεύτηκαν.
Κάποτε ο Ιάσονας εγκατέλειψε τη Μήδεια και νυμφεύτηκε τη Γλαύκη, κόρη του βασιλιά της Κορίνθου Κρέοντα. Από το σημείο αυτό αρχίζει η τραγωδία «Μήδεια». Η σκηνή παριστάνει τα ανάκτορα του βασιλιά της Κορίνθου. Τα πρόσωπα της τραγωδίας είναι: Μήδεια, Ιάσων, Κρέων, Αιγεύς, Παιδαγωγός, Τροφός, Άγγελος, τα παιδιά της Μήδειας, χορός Κορινθίων γυναικών.
Στη σκηνή εμφανίζεται πρώτη η γριά παραμάνα της Μήδειας και αναπολεί το παρελθόν. Θυμάται τη μακρινή Κολχίδα και τις συνθήκες που την έφεραν στην ξένη χώρα της Κορίνθου. Η παραμάνα εκφράζει το φόβο της και την ανησυχία της για την αντίδραση της Μήδειας και την τύχη των παιδιών της.
Τη στιγμή αυτή μπαίνει ο παιδαγωγός που κρυφάκουγε οδηγώντας τα δύο παιδιά της Μήδειας και του Ιάσονα, στη σκηνή. Από τον παιδαγωγό μαθαίνουμε ότι ο Κρέοντας διατάζει τη Μήδεια να φύγει με τα παιδιά από τη χώρα. Την ώρα που τα παιδιά με τον παιδαγωγό ετοιμάζονται να ξαναμπούν στο σπίτι ακούγεται από μέσα ο θρήνος της Μήδειας που σε λίγο θα σμίξει με το θρήνο της παραμάνας της.
Ο χορός που αποτελείται από 15 Κορίνθιες γυναίκες μπαίνει στην ορχήστρα και εκφράζει την συμπόνια του για την ατυχή Μήδεια. Ο χορός με ένα τραγούδι του απευθύνεται στο Δία, ενώ στα ενδιάμεσα ακούγονται οι κατάρες της Μήδειας και γοεροί θρήνοι της παραμάνας. Στο κάλεσμα του χορού βγαίνει η Μήδεια. Έχει σταματήσει το θρήνο και στο νου της μελετά τη φοβερή εκδίκηση γι’ αυτό που της έκαμε ο άνδρας της… Τα σχέδιά της διακόπτονται από τον ερχομό του Κρέοντα. Ήρθε να της φανερώσει την απόφασή του να φύγει αμέσως με τα παιδιά της. Η Μήδεια πέφτει στα γόνατά του και τον παρακαλεί να της δώσει προθεσμία μιας ημέρας μέχρι να ετοιμαστεί. Ο Κρέων λυγίζει, παρά τον φόβο του για τη σοφή και πολυμήχανη γυναίκα της Κολχίδας. Λίγο μετά η Μήδεια πανηγυρίζει τη νίκη της, την ημέρα που κέρδισε για να πραγματοποιήσει τα σχέδιά της.


Παρεμβαίνει ο χορός με ένα τραγούδι και εμφανίζεται ο Ιάσονας που δικαιολογείται για το γάμο του με τη Γλαύκη. Είναι δραματικό αριστούργημα η στιγμή αυτή. Μας δίνει ο ποιητής να καταλάβουμε το δίκαιο της εξαγριώσεως της Μήδειας. Εδώ έχουμε μια ζωγραφική κυνισμού και τυχοδιωκτισμού. Ο Ιάσονας λέει στη Μήδεια ότι νυμφεύεται τη βασιλοπούλα για να του δώσει χρήματα, δύναμη, κλπ., για να βοηθήσει και αυτή και τα παιδιά!.. Δεν είναι ο έρωτας, αλλά το συμφέρον του εξόριστου σε μια ξένη χώρα που του επιβάλλει αυτή την ένωση με τη βασιλοπούλα.
Στη συνέχεια λέει στη Μήδεια ότι θα πρέπει να είναι ευχαριστημένη από όσα κέρδισε με την παραμονή της στην πολιτισμένη Ελλάδα (της υπενθυμίζει εδώ ότι ήρθε από μια βάρβαρη χώρα, όπως είναι η Κολχίδα). Είναι πρόθυμος μάλιστα να της δώσει ό,τι της χρειάζεται για το ταξίδι. Εκείνη αρνείται την προσφορά του και τον διώχνει με τα λόγια της από τη σκηνή. Θέλει να εκδικηθεί αλλά δεν έχει πού να στηριχθεί. Στη συνέχεια μπαίνει ο βασιλιάς των Αθηνών Αιγέας. Λέει ότι ήρθε στην Κόρινθο για να ζητήσει από το σοφό Πιτθέα να του εξηγήσει το χρησμό που του έδωσε ο Λοξίας Απόλλων, πώς δηλαδή θα αποκτήσει παιδιά. Περνούσε δηλαδή από εκεί για να πάει στην Τροιζήνα να βρει τον Πιτθέα. Η Μήδεια υπόσχεται να τον βοηθήσει, αν και εκείνος τη βοηθήσει εξασφαλίζοντάς της άσυλο στην Αθήνα.


Μετά την αποχώρηση του Αιγέα η Μήδεια σκέπτεται το έγκλημα, εφόσον τώρα έχει στήριγμα. Αποκαλύπτει στο χορό το τρομερό εκδικητικό της σχέδιο: Θα στείλει τα παιδιά της στη Γλαύκη με δώρο τάχα γαμήλιο ένα πέπλο και στέμμα χρυσό ποτισμένο με φαρμακερό βοτάνι. Ύστερα θα σκοτώσει τα παιδιά της και θα φύγει για την Αθήνα. Εδώ έχουμε τις δύο όψεις που μπορεί να παρουσιάσει μια γυναίκα, ως αδύνατο αλλά και ως παντοδύναμο πλάσμα. Είναι η μεταστροφή του χαρακτήρος, όπως λέγεται στη δραματική τέχνη. Η γυναίκα χωρίς στήριγμα διστάζει να διαπράξει έγκλημα. Μόλις, όμως, αποκτήσει κάποιο στήριγμα γίνεται παντοδύναμη…
Ο χορός μένει κατάπληκτος από την απόφαση της Μήδειας. Αναρωτιέται μονάχα πώς μια τέτοια φόνισσα θα μπορούσε ν’ αντικρύσει τον λαμπρό ήλιο της θεοσέβαστης Αθήνας.
Η Μήδεια καλεί τον Ιάσονα και προσποιείται ότι θέλει να συμφιλιωθεί μαζί του. Του ζητά να τη συγχωρέσει δήθεν για τη συμπεριφορά της και συντριμμένη τον παρακαλεί να αφήσει τα παιδιά να μείνουν στην πόλη. Ο Ιάσονας για να αποφύγει τυχόν σύγκρουση με τον Κρέοντα προτείνει τη μεσολάβηση της Γλαύκης (οι γυναίκες τα καταφέρνουν πάντα καλύτερα) και η Μήδεια είναι πρόθυμη να συμβάλει στέλνοντας τα δώρα της. Τα παιδιά φεύγουν μαζί με τον Ιάσονα και ο χορός που ξέρει την αλήθεια ξεσπά σε ένα μοιρολόγι για τους μελλοθανάτους, την άτυχη νύφη και τον Ιάσονα, τα καταδικασμένα παιδιά και την ταλαίπωρη μάνα τους.
Στο τελευταίο επεισόδιο μπαίνει ο παιδαγωγός με τα παιδιά και αναγγέλλει με χαρά πώς τα δώρα της έγιναν δεκτά και τα παιδιά μπορούν να μείνουν στη χώρα. Η Μήδεια αντί να χαρεί δακρύζει. Μέσα της παλεύουν δύο αντίθετα συναισθήματα. Η σύγκρουση ανάμεσα στη μάνα και τη φόνισσα την συντρίβει. Ο τραγικός της μονόλογος εντείνεται από σπαραχτικές σκηνές, όπου η μάνα τα αγκαλιάζει και τα φιλά και σε λίγο κυριευμένη από το πάθος της εκδίκησης κατά του Ιάσονα τα διώχνει τρομαγμένα από κοντά της.
Ο χορός μοιρολογώντας ή ίσως προσπαθώντας να μεταπείσει τη Μήδεια τραγουδά σε αργούς ρυθμούς τη μοίρα των θνητών που γεννούν και μεγαλώνουν παιδιά για να τα ιδούν συχνά πεθαμένα. Φθάνει ο άγγελος και φέρνει τη φοβερή είδηση: Η Γλαύκη και ο Κρέοντας βρήκαν φρικτό θάνατο από τα δώρα της Μήδειας. Πρέπει, λοιπόν, να φύγει το γρηγορότερο από την πόλη. Παίρνει οριστικά την απόφαση να σκοτώσει η ίδια τα παιδιά της παρά να τ’ αφήσει να τα χλευάσουν και να τα σκοτώσουν οι εχθροί της, αλλά και να εκδικηθεί και με αυτόν τον τρόπο τον Ιάσωνα.


Η Μήδεια μπαίνει μέσα στο σπίτι. Ο χορός κινείται προς την πόρτα προσπαθώντας να την εμποδίσει από την αποτρόπαια πράξη της. Μάταια όμως. Σε λίγο ακούγονται οι απελπισμένες φωνές των παιδιών, ενώ ο χορός θυμάται στο τραγούδι του ανάλογες φονικές ιστορίες. Ο Ιάσονας φθάνει τρέχοντας για να σώσει τα παιδιά του, αλλά μαθαίνει από το χορό ότι ήδη είναι σκοτωμένα. Το μίσος του ξεσπά άγριο για τη βάρβαρη γυναίκα και η απεριόριστη αγάπη του για τα παιδιά του και ζητά να τα θάψει ο ίδιος…
Τη στιγμή που αγωνίζεται ο Ιάσονας να ανοίξει την πόρτα, πάνω από την πόρτα και κοντά στο παράθυρο παρουσιάζεται ένα άρμα που το έστειλε για τη Μήδεια ο παππούς της ο Ήλιος. Η Μήδεια εμφανίζεται σαν «από μηχανής θεά», στο άρμα του Ήλιου και παίρνει μαζί της τα νεκρά παιδιά θριαμβευτικά, λέγοντας ότι το κάνει για να φροντίσει να γίνονται στο μέλλον καθαρτήριες τελετές στο ιερό της Ακραίας Ήρας όπου και θα τα θάψει. Από τη θέση που βρίσκονται και οι δύο αλληλοϋβρίζονται, ενώ ο χορός λέει ότι οι θεοί πολλά κάνουν χωρίς να τα περιμένουμε, όσα νομίζαμε βέβαια δεν έγιναν, εκεί δε που δεν το περίμενε κανείς ο θεός βρήκε τη λύση…
Στο σημείο αυτό επιβάλλεται να διευκρινίσουμε κάτι. Για τον «από μηχανής θεό», που βλέπουμε σε κάποιες τραγωδίες (σχεδόν σε όλες του Ευριπίδη) έχουν διατυπωθεί διάφορες απόψεις. Η πλησιέστερη στην αλήθεια είναι η εξής: Ο τραγικός ποιητής θέλει να τονίσει ότι στον κυκλώνα που δημιουργούν τα ανθρώπινα πάθη μόνο η θεία επέμβαση μπορεί να δώσει λύση…

***
Εδώ πρέπει να τονίσουμε ότι ο Ευριπίδης δεν παρουσιάζει μια Ελληνίδα να κάνει τόσα αποτρόπαια εγκλήματα. Όλα αυτά θα μπορούσε να τα κάμει μόνο μια γυναίκα από τις χώρες εκείνες που ήταν άξεστοι και βάρβαροι λαοί. Κατάλληλη για τις πράξεις αυτές ήταν η Μήδεια που ήρθε από τις χώρες εκείνες των βαρβάρων, όπως τους αποκαλούσαν. Ο ίδιος ο Ευριπίδης είπε ότι ζωγράφησε μια βάρβαρη και όχι μια Ελληνίδα. Στη δεκαετία του 1930 η «Μήδεια» παίχτηκε στη Μόσχα. Στην παράσταση ήταν παρών και ο Ακαδημαϊκός Σπύρος Μελάς. Η πρωταγωνίστρια έπαιξε τόσο τέλεια το ρόλο της, ώστε λιποθύμησε πάνω στη σκηνή. Όταν την επισκέφτηκε στο καμαρίνι της για να τη συγχαρεί ο Σπύρος Μελάς της είπε: «Αποδώσατε τέλεια το ρόλο μιας βάρβαρης». Και αυτή απάντησε: «Είμαστε βάρβαροι κύριε Μελά».

ΠΡΩΙΝΟΣ ΛΟΓΟΣ

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου