Τρίτη 13 Αυγούστου 2013

Εξοπλιστικά: Θεατές με χέρια δεμένα τα γενικά επιτελεία!


Κορυφή του παγόβουνου των αμαρτωλών εξοπλιστικών συμβάσεων της περιόδου 1995-2004 θεωρούν την υπόθεση των συστημάτων ηλεκτρονικού πολέμου ανώτατοι αξιωματικοί, και ιδιαίτερα όσοι είχαν σχετική αρμοδιότητα και παρακολουθούν από κοντά το θέμα. Με την ευκαιρία της δικαστικής ανακινήσεως του θέματος επισημαίνουν ότι στη σύμβαση με τη SONAK βλέπει κανείς όχι μόνο τα επιχειρησιακά προβλήματα, αλλά κυρίως τα θεσμικά, που έχουν να κάνουν με τη νομοθεσία, η οποία δένει τα χέρια των γενικών επιτελείων και τα μετατρέπει σε απλούς θεατές των εξελίξεων.

Το γεγονός είναι ότι 13 χρόνια μετά τη διατύπωση της απαιτήσεως και 12 χρόνια μετά τη σύμβαση ο Ελληνικός Στρατός δεν έχει παραλάβει τα συστήματα. Στην πραγματικότητα, αυτά δεν έχουν καν δοκιμαστεί για να πιστοποιηθεί αν και κατά πόσον ανταποκρίνονται στις προδιαγραφές. Αλλά, όπως και να έχει, με την αλματώδη πρόοδο της τεχνολογίας είναι πολύ αμφίβολο αν συστήματα προδιαγραφών του 2001 μπορεί να θεωρούνται σήμερα κατάλληλα για την κάλυψη των επιχειρησιακών απαιτήσεων του Στρατού.

Το χειρότερο είναι ότι ήδη το υπουργείο Εθνικής Αμύνης είναι «χρεωμένο» με μια απόφαση του διαιτητικού δικαστηρίου (36/2012), η οποία δικαιώνει την εταιρία που έκανε σχετική προσφυγή. Το πώς γίνεται να δικαιώνεται μια εταιρία που δεν έχει τηρήσει συμβατικούς χρόνους, έχει εισπράξει τεράστιες προκαταβολές και δεν έχει παραδώσει τίποτε στον Στρατό είναι ένα από τα μυστήρια τα οποία καλείται να λύσει η νέα δικαστική διερεύνηση, την οποία διέταξε η Εισαγγελία.

Αν και σήμερα στους εξοπλισμούς ισχύει ο νόμος 3433/2006, η σύμβαση για τα συστήματα ηλεκτρονικού πολέμου εξακολουθεί να διέπεται από το παλαιότερο Προεδρικό Διάταγμα 284/1989, το οποίο κυριολεκτικά επιτρέπει τα πάντα, αφήνοντας στη διακριτική ευχέρεια της πολιτικής ηγεσίας του υπουργείου Εθνικής Αμύνης να αποφασίσει την οδό που θα ακολουθηθεί.

Ο νόμος του 2006 βάζει μια τάξη στην κατάσταση, αλλά δεν αντιμετωπίζει ένα βασικό πρόβλημα, που είναι ο απόλυτος έλεγχος της πολιτικής ηγεσίας στα πράγματα. Ακόμη και σήμερα τα γενικά επιτελεία ορίζουν τις επιχειρησιακές απαιτήσεις, αλλά η διαπραγμάτευση και οι αποφασιστικές αρμοδιότητες για τη διαδικασία επιλογής και την υπογραφή των συμβάσεων παραμένει μακριά από αυτά. Παρότι ήδη από το 2000 η επάνοδος της αρμοδιότητας των εξοπλισμών στα γενικά επιτελεία αποτελούσε ρητή δέσμευση της Νέας Δημοκρατίας, κάτι τέτοιο δεν έγινε ποτέ.

Τους αγνοούσαν

Τα πυρά των αξιωματικών επικεντρώνονται στις πολιτικές ηγεσίες και την ηγεσία της Γενικής Διευθύνσεως Εξοπλισμών. Ιδιαίτερα η τελευταία επικρίνεται διότι σε όλη τη διάρκεια της διαδικασίας επεδείκνυε ανεξήγητη δυσπιστία απέναντι στις αρμόδιες διευθύνσεις του ΓΕΣ και αγνοούσε συστηματικά κάθε επισήμανση και σύσταση που γινόταν.


«Ο Στρατός δεν συνέπραξε στο πρόγραμμα των δοκιμών»

Ακατανόητο παραμένει επίσης γιατί η υπόθεση οδηγήθηκε σε διαιτητικό και όχι σε τακτικό δικαστήριο, αφού ακόμη και το ίδιο το Π.Δ. 284/1989 ορίζει ότι (άρθρο 14, παράγραφος 2 του παραρτήματος Β) «κάθε διαφορά για την ερμηνεία και την εκτέλεση σύμβασης ή παραγγελίας των προμηθειών Ε.Δ. λύνεται από το δικαστήριο της περιοχής όπου διεξάγεται ο διαγωνισμός με εφαρμογή του ελληνικού Δικαίου».

Το διαιτητικό δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η εταιρία είχε δίκιο διότι ο Στρατός «δεν συνέπραξε» μαζί της αρκετά για τον καθορισμό του προγράμματος των δοκιμών, στις οποίες το σύστημα απέτυχε. Το γεγονός ότι η διαδικασία των δοκιμών επαναλήφθηκε τρεις φορές δεν θεωρήθηκε επαρκής ένδειξη της καλής πίστεως που επιδείχθηκε από τον Στρατό - δεδομένου μάλιστα ότι κατά την εκτέλεση ή μετά την ολοκλήρωση των δοκιμών δεν υποβλήθηκε καμία έγγραφη αναφορά παραπόνων από την εταιρία. Η ίδια παραδέχεται ότι κατά τις δοκιμές σημειώθηκε σοβαρή βλάβη των ενισχυτών των παρεμβολέων, η οποία οδήγησε στην ακύρωση, αλλά προφανώς αυτός δεν θεωρήθηκε επαρκής λόγος αποτυχίας του συστήματος. Παραγνωρίστηκε, τέλος, η πραγματικότητα ότι η εταιρία αρνήθηκε να γίνει η τρίτη δοκιμή των συστημάτων της, όταν διαπιστώθηκε ότι η Επιτροπή Αξιολογήσεως δεν είχε αλλάξει…

Κατά την εταιρία η διαφωνία που οδήγησε στη μη πραγματοποίηση των δοκιμών οφειλόταν σε «προστριβές τεχνικής φύσεως». Την άποψη αυτή δε αποδέχθηκε και η πλειοψηφία του διαιτητικού δικαστηρίου. Στο μεταξύ, κατά τις προηγούμενες δοκιμές είχε διαπιστωθεί ότι ο παρεμβολέας παρουσιάζει σοβαρές αποκλίσεις από τα κριτήρια αξιολογήσεως, ενώ το κέντρο ακροάσεων πληρούσε μέρος μόνον των κριτηρίων.

Ομως η επιτροπή εμπειρογνωμόνων που συγκροτήθηκε από τη Γενική Διεύθυνση Εξοπλισμών δεν κινήθηκε με την ταχύτητα που έπρεπε. Το θέμα χρόνισε και οι συμβατικοί χρόνοι ξεπεράστηκαν. Αναφέρεται χαρακτηριστικά στην απόφαση του διαιτητικού δικαστηρίου ότι «καμία συγκεκριμένη ενέργεια της ΓΔΑΕΕ σε σχέση με την πραγματοποίηση των δοκιμών και γενικά την υλοποίηση της Σύμβασης από τη χρονολογία αυτή (1-9-2006) δεν έγινε». Επόμενη πράξη του Ελληνικού Δημοσίου ήταν η άσκηση «αντίθετης αιτήσεως» τον Οκτώβριο του 2009, μια κίνηση αντιδράσεως, αφού η εταιρία είχε προσφύγει και είχε επιβάλει τη διαιτησία - ακριβώς όπως είχε κάνει σε άλλη περίπτωση η γερμανική κατασκευάστρια εταιρία των υποβρυχίων τύπου «Παπανικολής»,παρότι και αυτή δεν είχε παραδώσει τίποτε στο Ναυτικό.

Ανώτατοι αξιωματικοί υπογραμμίζουν ότι οι ευθύνες γι' αυτές τις καθυστερήσεις βαρύνουν τις υπηρεσίες του υπουργείου, οι οποίες πάντως δεν είναι ο τελικός χρήστης των συστημάτων που αγοράζονται. Πολύ διαφορετική θα ήταν η αντιμετώπιση από τα ίδια τα γενικά επιτελεία, αν ο νόμος τούς επέτρεπε να αναλάβουν τις ευθύνες τους για την ολοκλήρωση των διαδικασιών των συμβάσεων.

EΦ.ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
Ευθύμιος Πέτρου

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου