Παρασκευή 25 Οκτωβρίου 2013

25 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1822: Η ΠΡΩΤΗ ΠΟΛΙΟΡΚΙΑ ΤΟΥ ΜΕΣΟΛΟΓΓΙΟΥ

 
Μαυροκορδάτος
Η καταστροφή τού Πέτα καί η πολιτική τού παραγκωνισμού τών αρματολών από τόν Μαυροκορδάτο άνοιξε στούς Τούρκους τόν δρόμο τής Δυτικής Ελλάδος. Ο Έλληνας πολιτικός κατέφυγε στό Μεσολόγγι, όπου προσπάθησε νά καθησυχάσει τούς πανικόβλητους κατοίκους βεβαιώνοντάς τους ότι είχε οχυρώσει καταλλήλως τό χωριό Μαχαλά (Φυτείες Ξηρομέρου), πού βρίσκεται στό μέσον τής απόστασης Μεσολογγίου - Κραβασαρά (Αμφιλοχίας).

Τό πρωϊνό τής 20ης Ιουλίου 1822, οι Μεσολογγίτες ξύπνησαν αντικρύζοντας τόν ενωμένο υπό τόν Χασάν πασά τουρκο-αιγυπτιακό στόλο, ο οποίος αποτελείτο από 84 πολεμικά πλοία καί είχε επικουρία τά πλοία τού Γιουσούφ πασά, διοικητή τής πόλης τών Πατρών. Ο πανικός τών κατοίκων έφτασε στό αποκορύφωμά του, διότι εγνώριζαν τά φοβερά αποτελέσματα από τή σφαγή στή Χίο καί δέν είχαν πού "τήν κεφαλή κλίναι". Ευτυχώς η απόβαση πού επιχείρησαν οι Τούρκοι καί οι Αιγύπτιοι στή νησίδα Βασιλάδι δέν καρποφόρησε καί ο στόλος παρέμεινε σέ αδράνεια περιμένοντας απλώς τίς κινήσεις τού Ομέρ Βρυώνη καί τού Ρεσίτ πασά (Κιουταχή), οι οποίοι αναμένονταν νά επιτεθούν στό Μεσολόγγι.
Ο Ομέρ Βρυώνης είχε αναλάβει τήν αρχιστρατηγία τής εκστρατείας στήν δυτική Ρούμελη. Ήταν διαλλακτικός καί προσπαθούσε μέ διαπραγματεύσεις νά πείσει τούς Ρωμιούς νά προσκυνήσουν, ενώ διατηρούσε αλληλογραφία μέ πολλούς αρματολούς οπλαρχηγούς, τούς οποίους είχε γνωρίσει στήν αυλή τού πασά τών Ιωαννίνων. Ο Κιουταχής ήταν νεώτερος καί πιό ορμητικός, ενώ μετά τήν επιτυχία του στό Πέτα, θεωρούσε ότι μόνο μέ τά όπλα θά μπορούσαν νά υποκύψουν οι γκιαούρηδες. Χωρίς νά χάσει καιρό διάλεξε τά καλύτερα στρατεύματα καί αποβιβάστηκε μέ πλοιάρια στό Λουτράκι τού Αμβρακικού κόλπου. O Κιουταχής δέν συνάντησε τήν παραμικρή αντίσταση καί έκαψε τόσο τό Λουτράκι όσο καί τά χωριά Κατούνα καί Παπαδάτος από τά οποία πέρασε, σκλαβώνοντας ταυτόχρονα τούς κατοίκους τους. Είχαν καί οι Τούρκοι τά μίση καί τίς αντιζηλίες τους όπως καί οι Έλληνες. Έτσι ο Ομέρ Βρύωνης πού μισούσε τόν Κιουταχή, είχε προλάβει νά ειδοποιήσει τόν καπετάν Γιωργάκη Νικολού (Βαρνακιώτη) καί τόν Ανδρέα Ίσκο νά κτυπήσουν τόν χαλδούπη (ασιάτη Τούρκο), ο οποίος κατέφθανε στό Ξηρόμερο μέ τρείς χιλιάδες ασκέρι.
Πράγματι, στίς 9 Αυγούστου 1822 στόν Αετό Ξηρομέρου, ο Βαρνακιώτης ετοίμασε τά ταμπούρια του, ψύχωσε τά παλληκάρια του καί περίμενε τόν φοβερό Ρεσίτ Πασά. Μαζί του είχε τούς Θεόδωρο Γρίβα από τή Βόνιτσα, Δήμο Τσέλιο από τή Ζάβιτσα, Δημήτρη Παλιογιάννη, Ευστάθιο Κατσαρό, Γιάννη Τσαούση, Γιαννάκη Σουλτάνη από τό Μοναστηράκι Βόνιτσας, Γιάννη Μπουκουβάλα από τό Βάλτο κ.ά. Η μάχη ξεκίνησε τό πρωΐ καί κράτησε όλη τή μέρα. Ο Κιουταχής έχασε 200 άνδρες καί αναγκάστηκε νά γυρίσει πίσω στό Λουτράκι καί νά περιμένει ενισχύσεις από τόν αρχηγό του.

«Εις τήν οικτράν ταύτην κατάστασιν τής Δυτικής Ελλάδος, άν καί ο Μαυροκορδάτος διά τής απειρίας του εις τά πολεμικά καί διά τούς ιδιοτελείς σκοπούς του, παρέλυσε τό καλώς υπό τού Βαρνακιώτου διοργανισθέν ελληνικόν σύστημα καί επέφερε τήν καταστροφήν τού εν Πέτα στρατοπέδου, ο Βαρνακιώτης όμως δέν απελπίζετο, αλλά καί μετά τήν ήτταν καί τήν γενικήν διάλυσιν τού στρατού εκείνου, έδραμεν εις τό Ξηρόμερον καί συναθροίσας τά διαλυθέντα αποσπάσματά του, έτρεχε κατά πόδας τών εχθρών καί έβλαπτε αυτούς.
Κατά τόν καιρόν τούτον καί ο Κιουταχή πασάς μέ επτά χιλιάδας Τούρκους απέβη εις τό Λουτράκι, παράλιον τής Ακαρνανίας διά νά υποδουλώση τήν χώραν ταύτην. Εκδιώξας δέ τάς φρουράς εκείθεν, έκαψε τήν Κατούναν καί τούς Παππαδάταις καί προχωρών εις τά ενδότερα τής επαρχίας, ηχμαλώτιζε καί κατερήμωνε τόν τόπον.
Ταυτοχρόνως δέ καί ο αρμοστής τών Ιονίων Νήσων Αδάμ, ακολουθών τήν ανθελληνικήν τότε πολιτικήν τής πατρίδος του, εξεδίωξε διά τής λόγχης από τόν Κάλαμον, μία τών Ιονίων Νήσων, τριάκοντα περίπου χιλιάδας γυναικόπαιδα καί αδυνάτους προσφύγους Έλληνας, ούς ρίψας εις τά ακροθαλάσσια τού Ξηρομέρου εκινδύνευον νά απολεσθώσιν υπό τού Κιουταχή.
Ο Βαρνακιώτης βλέπων τήν καταστροφήν καί ερήμωσιν τής πατρίδος του διό καί δραμών παραχρήμα τή 10η Αυγούστου 1822 μέ 80 μόνον μάχιμους άνδρας (αριθμός πού δέν συμφωνεί μέ άλλους ιστορικούς τής επανάστασης), μεθ΄ούς ευρέθη καί καταλαβών τήν απέναντιν ράχιν τού χωρίου Αετού τού Ξηρομέρου, εις τόν Προφήτην Ηλίαν, αφ΄ όπου οι Τούρκοι αναγκαίως έμελλον νά προχωρήσουν, αντεπαρατάχθη κατά τών εχθρών.
Ο δέ Βαρνακιώτης, μαχόμενος ηρωικώς καί προκινδυνεύων μέ τόν ολιγάριθμον αυτόν στρατόν του, επί έξ ολοκλήρους ώρας, κατεπολέμησε τούς Τούρκους, εφόνευσε καί επλήγωσε παμπόλλους τούς ανδρειοτέρους, καί ηνάγκασεν αυτούς κακήν κακώς νά επιστρέψουν εις τό εν Λουτράκι στρατόπεδόν των.»
Τά κατά Βαρνακιώτη - Κάρπου Παπαδοπούλου, 1861
Η νίκη τού Βαρνακιώτη δέν βελτίωσε τήν κατάσταση στή Δυτική Στερεά. Αφενός ο Μαυροκορδάτος δέν ενέπνεε εμπιστοσύνη στούς Έλληνες, αφετέρου οι αρματολοί είχαν διενέξεις μεταξύ τους, οι οποίες εξελίσσονταν ακόμα καί σέ ένοπλες συγκρούσεις γιά τά διάφορα αρματολίκια καί ειδικά εκείνο τών Αγράφων. Ο Καραϊσκάκης πολεμούσε μέ τόν Ράγκο, ο Στάϊκος μέ τόν Βλαχόπουλο καί ο Πηλάλας μέ τόν Καναβό. Αλλά καί τό στρατόπεδο στό Μαχαλά αποδυναμωνόταν μέρα μέ τή μέρα καθώς οι Ξηρομερίτες καί οι Βαλτινοί λιποτακτούσαν καί επέστρεφαν στά σπίτια τους. Ο ευφυής Ομέρ Βρυώνης, γνώστης όλων αυτών, συνέχισε νά στέλνει επιστολές καί νά καλεί τόν Βαρνακιώτη αλλά καί τούς άλλους αρχηγούς σέ παράδοση.
Ο αρχηγός τού Εκτελεστικού Μαυροκορδάτος αφού έβλεπε ότι δέν μπορούσε νά οργανωθεί ούτε στοιχειώδη άμυνα στό Κάρλελι (Αιτωλοακαρνανία) όρισε τόν Βαρνακιώτη γενικό αρχιστράτηγο καί τού πρότεινε νά κάνει καπάκια (πλαστές διαπραγματεύσεις) μέ τόν Βρυώνη, ώστε νά καθυστερήσει η επέλαση τών Τούρκων στό νότο μέχρι νά έρθουν ενισχύσεις από τήν Πελοπόννησο. Ο Βαρνακιώτης συνάντησε τόν Ομέρ Βρυώνη στήν 'Αρτα, αλλά είτε φοβούμενος πλέον τίς φήμες πού τόν ήθελαν νά προσκυνάει τόν Τούρκο, είτε κουρασμένος από τίς αντιζηλίες καί τίς έχθρες μεταξύ τών Ελλήνων, προσκύνησε πραγματικά τούς Τούρκους παρασύροντας μαζί του τούς Ανδρέα Ίσκο, Γιαννάκη Ράγκο καί Γιωργάκη Βαλτινό. Ύστερα από αυτές τίς εξελίξεις οι Τούρκοι ξεκίνησαν από τήν 'Αρτα γιά νά καταλάβουν τό Μεσολόγγι, τό τελευταίο προπύργιο πρίν από τό Μοριά, πού αποτελούσε καί τό κέντρο τής επανάστασης. 


Στίς 25 Οκτωβρίου 1822, ο τουρκικός στρατός αγνάντευε τό χαμηλό τείχος τού Μεσολογγίου. Τό τουρκικό ιππικό είχε ήδη σκορπίσει τούς Έλληνες οπλαρχηγούς καί μόνο ο Μάρκος Μπότσαρης μέ τόν Γεώργιο Κίτσο κατάφεραν νά μπούν μέσα στήν πόλη. Ο Ομέρ Βρυώνης στρατοπέδευσε στόν 'Αγιο Δημήτριο, ο Κιουταχής στόν 'Αγιο Αθανάσιο, ενώ τά κανόνια τους τά τοποθέτησαν στήν εκκλησία τού Αγίου Γεωργίου. Μαζί τους είχαν τούς προσκυνημένους οπλαρχηγούς Μπακόλα, Βαρνακιώτη, Ανδρέα Ίσκο, Γιαννάκη Ράγκο καί Γιωργάκη Βαλτινό. Στή λιμνοθάλασσα περιπολούσαν τά πλοία τού Γιουσούφ πασά. Η πρώτη πολιορκία τού Μεσολογγίου είχε αρχίσει.

«Οι δέ πολιορκούντες εχθροί, έχοντες καί ένδεκα κανόνια καί τέσσαρας βομβοβόλους, ήρχισαν ευθύς νά πυροβολώσι σφοδρώς τήν πόλιν· αλλ' αφ' ού ανωφελώς καί ακαταπαύστως επολέμησαν δύο ημερονύκτια, συνήλθαν οι πασάδες εις συμβούλιον. Ο Κιουταχής καί ο Ισούφης, ο πολιορκών διά θαλάσσης, ήσαν γνώμης νά εφορμήσωσι διά μιάς επί τό σαθρόν τείχος καί νά κυριεύσωσι τήν πόλιν εξ εφόδου· αλλ' ο Βρυώνης αντέτεινε λέγων, ότι τό επιχείρημα ήτο κινδυνώδες, καί ότι εν τή γενική ερημώσει τής Αιτωλοακαρνανίας αναγκαίον ήτο νά διατηρηθή η πόλις εκείνη διά τάς ανάγκας τού στρατοπέδου εν καιρώ χειμώνος· αντέτεινε δ' έτι μάλλον στοχαζόμενος, ότι εδύνατο νά ελκύση τούς εν τή πόλει, ως μηδεμίαν τρέφοντας ελπίδα σωτηρίας καί ως υπ' όψιν έχοντας τά προσκυνήσαντα μέρη τής Αιτωλοακαρνανίας καί μή παθόντα, ως αυτός επίστευε, καί τούς προσκυνήσαντας οπλαρχηγούς τούς εν ασφαλεία καί τιμή ζώντας.
Κατά τήν γνώμην δέ ταύτην, ο Βρυώνης επεχείρησεν αμέσως νά βάλη εις πράξιν τό περί συμβιβασμού προσφιλές του σχέδιον, καί διέταξε τόν παρακολουθούντα Βαρνακιώτην νά γράψη τοίς γνωστοίς αυτώ προκρίτοις τού Μεσολογγίου περί υποταγής. Ο Βαρνακιώτης έγραψεν, αλλ' απάντησιν δέν έλαβεν. Εν τοσούτω εξηκολούθει ο πόλεμος. Οι δέ εντός τού Μεσολογγίου τειχομαχούντες εμεθοδεύοντο διάφορα τεχνάσματα εις απάτην τού εχθρού ως πρός τόν ολίγον αριθμόν των, καί άλλοτε μέν ετουφέκιζαν καί επιστόλιζαν διά μιάς όλοι, άλλοτε δέ εφαίνοντο επί τού ενός μέρους τού τείχους καί έτρεχαν οι αυτοί καί εφαίνοντο επί τού άλλου εμπήγοντες επιτηδείως τουφεκολόγχας, ίνα υποθέτωσιν οι θεωρούντες αυτάς έξωθεν ότι ήσαν εν τή πόλει καί οπλίται Φράγκοι· έκρουαν δέ επί τώ αυτώ σκοπώ καί ευρωπαϊκά τύμπανα. Ο Βρυώνης βλέπων ότι δέν ευδοκίμησεν η πρός τούς προκρίτους διαπραγμάτευσίς του διά τού Βαρνακιώτη, διέταξε τόν 'Αγον Βασιάρην νά έλθη εις λόγους μετά τού Μάρκου Μπότσαρη ως γνώριμός του. Ο Μάρκος λαβών τήν άδειαν εξήλθεν εντός βολής πιστόλας εις συνέντευξιν.
Ο 'Aγος τόν εσυμβούλευσεν ως φίλος, καί παρήγγειλε δι' αυτού καί τοίς προκρίτοις νά μή κινδυνεύσωσιν επί ματαίω αλλά νά προσκυνήσωσιν· εγγυάτο δέ εξ ονόματος τών πασάδων όχι μόνον γενικήν καί τελείαν αμνηστείαν, αλλά καί άδειαν ν' αναχωρήσωσιν ανεπηρέαστοι ο πρόεδρος Μαυροκορδάτος, ο Μάρκος καί όσοι άλλοι υπώπτευαν τήν οργήν τών πασάδων. Ταύτα ακούσαντες οι έγκλειστοι καί αναλογιζόμενοι ότι πάσα αναβολή τούς ωφέλει περιμένοντας έξωθεν βοήθειαν διά ξηράς καί θαλάσσης έκριναν εύλογον, βλέποντες τούς εχθρούς κατατρίβοντας τήν κρίσιμον ώραν τών έργων εις αχρήστους λόγους, νά μή απορρίψωσιν αποτόμως τάς περί συμβιβασμού προτάσεις, αλλά νά προβάλωσιν άλλας δυσπαραδέκτους. Εν ώ δέ εξηκολούθει η φιλική αύτη διαπραγμάτευσις, ειδοποίησεν ο Ισούφης τόν λαόν τού Μεσολογγίου, ότι αν ήθελε νά μή αποτεφρωθή η πόλις όλη καί γίνη τάφος όλων τών εν αυτή αθώων, νά τώ παραδώση τόν πρόεδρον, τούς άρχοντας, τούς οπλαρχηγούς καί ανά δύο Χριστιανούς δι' έκαστον Τούρκον τών εν τώ επί τών εκβολών τού Φίδαρη (Εύηνου ποταμού) πεσόντι τουρκικώ πλοίω συλληφθέντων καί θανατωθέντων· απήτει δέ παρά τού λαού καί αποζημίωσιν τών διαρπαγέντων επί τού πλοίου, καί απόδοσιν όλων τών εξ αρχής τής επαναστάσεως οφειλομένων τή Πύλη φόρων.
Η τρίτη ημέρα τής ανακωχής, ήτοι η 8η Νοεμβρίου 1822, έγεινεν ημέρα χαράς, διότι εφάνησαν έξωθεν τής πόλεως επτά Υδραϊκά πλοία αποδιώξαντα διά μόνου τού εμφανισμού των τά υπό τόν Ισούφην τουρκικά, εξ ών έν, ανίκανον νά μεταβή εις Πάτρας διά τήν επικρατούσαν αντίπνοιαν, κατέφυγεν ημίπνικτον εις Ιθάκην. Η έλευσις τών πλοίων διέλυσε μέν τήν διά θαλάσσης πολιορκίαν, αλλά δέν ησφάλισε τούς εγκλείστους καί από τής εφορμήσεως τών επί τής ξηράς πολυαρίθμων εχθρών. Διά τούτο ο Βρυώνης, πεποιθώς πάντοτε επί τήν υπερέχουσαν δύναμίν του, εσυμβούλευσε τούς πολιορκουμένους νά διαβιβασθώσιν εις Πελοπόννησον κατά τήν συμφωνίαν επί τών ελθόντων ελληνικών πλοίων· αλλ' αντί νά διαβιβασθώσιν οι εν Μεσολογγίω εις Πελοπόννησον, διεβιβάσθησαν τήν 11η Νοεμβρίου από Πελοποννήσου εις Μεσολόγγι επί τέσσαρων εκ τών προρρηθέντων πλοίων 700 Πελοποννήσιοι υπό τόν Πετρόμπεην, τόν Ζαήμην καί τόν Κανέλλον Δηληγιάννην· συνεπανέπλευσε καί ο περί τής επικουρίας ταύτης προαποσταλείς παρά του Μαυροκορδάτου Γρίβας.
Ο 'Αγος, ανήσυχος δι' όσα έβλεπε καί ήκουεν, ήλθεν εις λόγους βαρείς μετά τού Μάρκου. Ούτος δέ, υποπτεύων μή πάθη ως απατήσας τούς Τούρκους, υπεκρίθη ότι οι έγκλειστοι έτοιμοι ήσαν νά στείλωσιν ικέτας εις προσκύνησιν τών πασάδων.

 Υπερεχάρησαν οι πασάδες επί τή φαιδρά ταύτη αγγελία, καί ητοιμάσθησαν τά πάντα εις δεξίωσιν τών ικετών. Ο δέ γλυκύς καί συγκαταβατικός Βρυώνης, θέλων νά τιμήση τόν άγριον Κιουταχήν, υπήγεν εις τήν σκηνήν του καί καυχώμενος ότι τό περί συμβιβασμού σχέδιόν του, τό παρ' εκείνου αποδοκιμαζόμενον, ευδοκίμησε, διέταξε νά οδηγήσωσιν εκεί τούς ερχομένους εις προσκύνησιν. Επ' αυτώ τούτω ητοιμάσθησαν τά συνήθη καββάδια εις τιμήν τών ερχομένων, οι κήρυκες περιφερόμενοι διεσάλπιζαν τήν παράδοσιν τής πόλεως, οι καταλυματίαι διέθεταν τά καταλύματα, οι ιπποκόμοι εφαλάροναν τούς ίππους τών πασσάδων διά τήν εν τιμή καί παρατάξει είσοδόν των εις τήν πίπτουσαν πόλιν, καί ο Βαρνακιώτης διετάχθη νά προϋπαντήση τούς προσερχομένους. Εν τοσούτω η ώρα παρήρχετο, καί ουδείς προσήρχετο. Αδημονούντες οι πασάδες διά τήν τόσην βραδύτητα, είδαν άνθρωπον προσερχόμενον εκ τής πόλεως, παρ' ου έλαβαν γράμμα λέγον "αν θέλετε τόν τόπον μας, ελάτε νά τόν πάρετε".»
Ιστορία τής Ελληνικής Επαναστάσεως Σπυρίδων Τρικούπης Τόμος Β'


Τό τείχος τού Μεσολογγίου καί η τάφρος πού τό έζωνε είχαν κατασκευαστεί από τόν Αθανάσιο Ραζικότσικα καί δέν φαίνονταν ικανά νά σταματήσουν τούς 10.000 εμπειροπόλεμους Τουρκαλβανούς στρατιώτες. Αντιθέτως οι λίγοι εκατοντάδες Έλληνες πού αποτελούσαν τή φρουρά τού Μεσολογγίου, ήταν σίγουρο ότι χωρίς εξωτερική βοήθεια δέν θά μπορούσαν νά αντέξουν τίς απανωτές επιθέσεις τού εχθρού. Ο Μαυροκορδάτος αμέσως άρχισε νά στέλνει επιστολές στούς νησιώτες καί στούς Μοραΐτες ζητώντας επειγόντως βοήθεια. Παράλληλα αποφασίστηκε από τούς αρχηγούς τής πόλης μητροπολίτη Μεσολογγίου Πορφύριο, Αναστάσιο Παλαμά, Ιωάννη Τρικούπη, Αθανάσιο Ραζικότσικα καί Πάνο Παπαλουκά αλλά καί από τούς οπλαρχηγούς Μπότσαρη, Κίτσο καί Κατσαρό νά αρχίσουν πλαστές διαπραγματεύσεις ταυτόχρονα καί μέ τούς τρείς Τούρκους πασάδες, ώστε οι πολιορκημένοι νά κερδίσουν χρόνο μέχρι νά έρθουν ενισχύσεις. Ο Μαυροκορδάτος γνώριζε ότι η πτώσις τού Μεσολογγίου ισοδυναμούσε καί μέ τόν πολιτικό του θάνατο, αφού θά θεωρείτο ως ο αποκλειστικός υπεύθυνος γιά τήν διάλυση τής επαναστάσεως στή Δυτική Ελλάδα. 

Oι Τούρκοι τίς δύο πρώτες ημέρες κανονιοβολούσαν αδιάκοπα τήν πόλη τού Μεσολογγίου καί τήν τρίτη ημέρα οι τρείς πασάδες έκαναν πολεμικό συμβούλιο. Ο Κιουταχής καί ο Γιουσούφ πασάς επέμεναν σέ μία κατά μέτωπο επίθεση ενώ ο Ομέρ Βρυώνης προτιμούσε μέ ειρηνικές διαπραγματεύσεις νά καταλάβει τήν πόλη. 'Αλλωστε είχε βγεί κερδισμένος μέ αυτήν τήν τακτική του, αφού είχε μέ τό μέρος του τούς πιό σημαντικούς αρματολούς τής Αιτωλοακαρνανίας, τήν οποία καί είχε καταλάβει διά περιπάτου. Διέταξε τόν Βαρνακιώτη νά στείλει γραφές στούς Μεσολογγίτες γιά νά παραδώσουν τήν πόλη τους, παρέχοντάς τους ταυτόχρονα εγγυήσεις γιά τήν ακεραιότητά τους, ενώ έστειλε καί τόν 'Αγο Βάσιαρη, παλιό γνώριμο τού Μάρκου Μπότσαρη, νά συζητήσει μέ τόν Μάρκο καί νά πείσει τούς προκρίτους νά προσκυνήσουν ώστε νά αποφευχθεί περαιτέρω αιματοχυσία.
Οι συνομιλίες τών Ελλήνων μέ τόν Ομέρ Βρυώνη τραβούσαν σέ μάκρος, δίνοντας τόν απαραίτητο χρόνο στούς Πελοποννήσιους νά οργανωθούν καί νά συγκεντρωθούν στά Μαύρα Βουνά τού ακρωτηρίου τού πάπα ('Αραξος) γιά νά περιμένουν τά πλοία πού κατέπλεαν από τήν Ύδρα. Έχουν διασωθεί πολλές επιστολές τίς οποίες παραθέτει ο Διονύσιος Κόκκινος μέ τίς οποίες επικοινωνούσαν οι προεστοί τού Μοριά μέ τούς Υδραίους καραβοκύρηδες γιά νά συνεννοηθούν γιά τόν τρόπο πού θά βοηθούσαν τό Μεσολόγγι. Σέ μία από αυτές ο Ζαΐμης παρακαλούσε τόν Κανέλλο Δεληγιάννη νά μήν ασχοληθεί μέ τό Ναύπλιο, αλλά νά ενώσουν τίς δυνάμεις τους καί νά τραβήξουν γιά τό Μεσολόγγι, διότι άν χαθεί τό Μεσολόγγι χάνεται καί ο Μοριάς:
"...Γνωρίζω αδελφέ, τά αισθημάτά σου καί τήν φιλοτιμίαν σου καί ότι επιθυμείς νά παραδοθή διά σού τό Ναύπλιον εις τήν κυβέρνησιν καί όχι νά πέση εις χείρας τών κακούργων. Αλλά άν πάρης τό Ναύπλιον τί μάς ωφελεί; Αλλ' άν σώσωμεν τό Μεσολόγγι, τότε σώζεται η πατρίς καί τό Ναύπλιον είναι πάντοτε ιδικόν μας...".
Ο πρόκριτος τών Καλαβρύτων προφανώς κακούργους εννοούσε τόν Κολοκοτρώνη, τό Νικηταρά, τόν Υψηλάντη καί τούς λοιπούς αντιπάλους τών προεστών!


Στίς 8 Νοεμβρίου 1822 κατέφθασαν τά πλοία τής Ύδρας, τά οποία μόνο μέ τήν εμφάνισή τους έδιωξαν τά τούρκικα πλοία τού Γιουσούφ πασά. Αρχηγός τους ήταν ο Λάζαρος Παναγιώτας ο οποίος μετέφερε στό Μεσολόγγι τόν Τσαλαφατίνο καί τόν Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη μέ τούς Μανιάτες, τόν Κανέλλο Δεληγιάννη μέ τούς Καρυτινούς, τόν Ανδρέα Ζαΐμη μέ τούς Καλαβρυτινούς καί τόν Αλποχωρίτη μέ τούς Γαστουναίους. Ο Ομέρ Βρυώνης νόμιζε ότι τά καράβια είχαν έρθει νά παραλάβουν τούς άρχοντες τού Μεσολογγίου καί τούς οπλαρχηγούς γιά νά τούς μεταφέρουν στήν Πελοπόννησο, όπως είχε αφήσει νά εννοηθεί ο Μάρκος στόν 'Αγο Βάσιαρη. Μάλιστα ο Ομέρ Βρυώνης πήγε στό τσαντίρι τού Κιουταχή όπου στολίστηκαν μέ τά ακριβά τους ενδύματα γιά νά περιμένουν μαζί τούς Ρούμ, οι οποίοι υποτίθεται θά έρχονταν νά προσκυνήσουν. Η ώρα περνούσε καί δέν φαινόταν κανένας. Οι πασάδες αδημονούσαν μέχρι πού ένας τάταρης τούς έφερε ένα γράμμα από τήν πόλη πού έλεγε: "'Αν θέλετε τόν τόπον μας, ελάτε νά τόν πάρετε!"

«Οι Πελοποννήσιοι εν τούτοις συντελούσι πολύ εις τήν σωτηρίαν τού Μισολογγίου καί εις τόν θρίαμβον τών δυτικοελλαδιτών. Αφ' ού ο Ωμέρβριώνης απέκαμε πυροβολών τό Μισολόγγι καί καταπολεμών καθ' όλους τούς τρόπους τούς πολιορκημένους, τέλος απεφάσισε νά τό κυριεύση εξ εφόδου τήν νύκτα τών Χριστουγέννων πρός τήν 25η Δεκεμβρίου 1822, καθ' ήν ώραν οι Έλληνες ήθελον εκπληρώνει τά χριστιανικά χρέη των εις τόν ναόν τού Υψίστου, ότε ως ενόμιζεν, ήθελον αφήσει καί τούς προμαχώνας αφρούρητους.
Αλλά Χριστιανός Ηπειρώτης, ο Ιωάννης Γούναρης ευρισκόμενος εις τό στρατόπεδον τών Τούρκων, εξ ανάγκης υπηρετών, διότι δέν ηδύνατο εκ τών ιδίων περιστάσεων νά τούς πολεμήση καί πληροφορηθείς τήν απόφασίν των, ειδοποίησε τούς Έλληνας. Ούτοι λοιπόν, όσοι πολεμισταί, δέν υπάγουσιν εις τόν ναόν νά υμνήσωσι τόν Θεόν ψάλλοντες Χριστός γεννάται, αλλά γρηγορούσιν όλην τήν νύκτα εις τάς θέσεις των καί περιμένουσι νά τόν δοξολογήσωσι μέ τούς κρότους τών πυροβόλων καί τών τουφεκίων, μαχόμενοι μέ απόφασιν νά χύσωσι τό αίμα των διά τήν δόξαν τού Χριστού καί τής πατρίδος.
Πεντακόσιοι Τουρκαλβανοί επίλεκτοι ήσαν καταγεγραμμένοι νά κάμωσιν έφοδον καί νά λάβη αμοιβήν ανά χίλια γρόσια έκαστος αυτών, ώρμησαν λοιπόν εις τό σκότος τής νυκτός μίαν ώραν πρίν φέξει εις τό τείχος καί ο προηγούμενος τών άλλων Γιουρούκ μπαϊρακτάρης εισεπήδησεν εις τούς προμαχώνας, όπου εφρούρει ο Μακρής μέ τούς Καρυτινούς καί τούς Ηλείους, μέ τήν σημαίαν εις τήν χείρα, εύρε τόν σκοπόν κοιμώμενον, τόν εφόνευσε, προχωρών φονεύει καί άλλον καί πληγώνει εις τήν δεξιάν έτερον, αλλ' ούτος τόν πιστολίζει μέ τήν αριστεράν, τόν πληγώνει ωσαύτως εις τήν χείρα καί φωνάζει: "Τούρκοι, Τούρκοι!".
Τότε ήρχισαν οι Έλληνες νά μάχωνται πυροβολούντες καί τουφεκίζοντες εναντίον τών εχθρών, οι οποίοι καταβάντες εις τήν τάφρον, τρίς επλησίασαν εις τό τείχος φέροντες καί αναβάθρας μεθ' εαυτών καί τρίς απεκρούσθησαν μέ βλάβην των. Οι Έλληνες αλαλάζοντες καί παιανίζοντες εμαχήσαντο τρείς ώρας καί τέλος απέκρουσαν καί τούς ορμήσαντας εις τήν τάφρον διά τήν έφοδον καί τούς παρακολουθούντας ιππείς τε καί πεζούς, οίτινες έμελλον νά εισβάλωσιν εις τήν πόλιν καί τούς εβίασαν ν' απομακρυνθώσιν. Εφόνευσαν δέ υπέρ τούς πεντακόσιους καί επλήγωσαν περί τούς τριακόσιους καί επήραν δώδεκα σημαίας. Έξ δέ μόνον εφονεύθησαν καί επληγώθησαν από τούς Έλληνας.
Ο Ωμέρβριώνης ήδη θεωρεί ότι δέν εμπορεί νά κυριεύση τό Μισολόγγι, μανθάνει δέ ότι ο Ράγγος απεστάτησεν πάλιν καί ότι θά τόν μιμηθώσι καί ο Ανδρέας Ίσκου καί άλλοι. Είχε δέ προσκληθή καί ο Οδυσσεύς από τήν ανατολικήν Ελλάδα νά στρατεύση εις βοήθειαν τού Μισολογγίου καί εκστρατεύει ευθύς μέ διακόσιους συμπαραλαμβάνει καί από τά Σάλωνα τόν υιόν τού Πανουριά μέ άλλους διακόσιους, καθώς καί από Μαλανδρίνον τόν Δήμον Σκαλτσάν μέ αρκετούς καί ούτω προχωρών, προσαυξάνει τόν αριθμόν τών μετ' αυτού συστρατευόντων.»
Απομνημονεύματα Νικολάου Σπηλιάδου Α'


Οι Ρουμελιώτες υπερασπιστές τού Μεσολογγίου αναθάρρησαν μέ τήν επικουρία τών Μοραϊτών καί περίμεναν άφοβα πλέον τήν τελική επίθεση τών μουσουλμάνων. Οι δύστυχοι όμως χωρικοί, πού ήταν έξω από τά τείχη τής πόλης καί είχαν καταφύγει στό νησί Κάλαμος γιά νά ζητήσουν προστασία από τίς αγγλικές αρχές, εδιώχθησαν από τόν αρμοστή Μαίτλαντ καί βρέθηκαν πάλι στίς ακτές τής Αιτωλοακαρνανίας καί στό έλεος τών Τούρκων. Αλλά οι πασάδες πλέον είχαν ήδη αρχίσει νά ενοχλούνται από τόν άσχημο καί υγρό καιρό τού Μεσολογγίου καί τήν έλλειψη εφοδίων. Δέν μπορούσαν νά παραμείνουν άλλο, βλέποντας τούς στρατιώτες νά δυσανασχετούν καί νά αρρωσταίνουν καθημερινώς. Αποφάσισαν έτσι νά κάνουν ξαφνική έφοδο τήν ημέρα τών Χριστουγένων (25 Δεκεμβρίου 1822), όταν οι Χριστιανοί θά ήταν στίς εκκλησίες καί τά τείχη θά είχαν ελλιπή φρούρηση. 

Ο Ομέρ Βρυώνης υποσχέθηκε 1000 γρόσια αμοιβή σέ όσους στρατιώτες θά αναλάμβαναν νά ηγηθούν τής εφόδου πού θά γίνονταν στά τείχη. Βρέθηκαν 800 γενναίοι Αλβανοί, οι οποίοι αφού πήραν ξύλινες σκάλες καί τίς σημαίες μέ τό μισοφέγγαρο, κρύφτηκαν στά βούρλα καί περίμεναν μέσα στή νύχτα τή διαταγή τής επίθεσης. Όμως ο Θεός αγαπάει τόν κλέφτη, αλλά αγαπάει καί τό νοικοκύρη. Τήν παραμονή τών Χριστουγέννων, ο γραμματέας τού οπλαρχηγού Ιωάννη Μακρή, καθώς πήγαινε μέ τήν πιρόγα του από τό Ανατολικό (Αιτωλικό) στό Μεσολόγγι, είδε κάποιον στήν ακτή νά τού κουνάει ένα μαντήλι. Τόν πλησίασε καί εκείνος τού είπε: "Είμαι Χριστιανός καί πρόθυμος νά πάθω διά τήν αγάπην τού Κυρίου μας. Μήν απορήσης καί μή δυσπιστήσης εις όσα θ' ακούσης καί άν μέ βλέπης νά συνοδεύω τούς εχθρούς τής πίστεώς μας. Η γυναίκα μου καί τά παιδιά μου είναι στά χέρια τών τυράννων. Ο Κύριός μας θέλησε νά μάθω τά σχέδια τών εχθρών μας. Τρέξε στήν πόλι νά ειπής στούς ομοθρήσκους μας ότι σκοπεύουν νά ορμήσουν αύριο τά χαράματα από τήν ανατολική  
 πλευρά τού οχυρώματος."

 Ο άνθρωπος αυτός ονομαζόταν Γιάννης Γούναρης καί μέ τή μαρτυρία του θά έσωζε τό Μεσολόγγι, αλλά θά έχανε τά παιδιά καί τή γυναίκα του τά οποία θά τά στραγγάλιζε ο πασάς όταν θά γύριζε ταπεινωμένος στά Γιάννενα. Ο γραμματέας τού Μακρή, πράγματι έσπευσε στό Μεσολόγγι, όπου ειδοποίησε τούς ομοθρήσκους του γιά τήν επίθεση πού ετοίμαζαν οι εχθροί. Οι εκκλησίες δέν θά άνοιγαν εκείνα τά Χριστούγεννα τού 1822, καθώς όλοι οι Χριστιανοί θά παρέμεναν στό τείχος τού Μεσολογγίου καί θά περίμεναν μαζί μέ τή Γέννηση τού Κυρίου καί τήν επίθεση τών εχθρών Του.

«Ο Ομέρ Βρυώνης εξέλεξε τήν νύκτα τής 24 πρός τήν 25ην Δεκεμβρίου 1822, παραμονήν τών Χριστουγέννων, ελπίζων ότι οι πολιορκούμενοι, συνηθροισμένοι εν τοίς ναοίς, θά προσεβάλλοντο ευχερέστερον. Οκτακόσιοι επίλεκτοι Αλβανοί, κομίζοντες πολυαρίθμους κλίμακας, διετάχθησαν εις έφοδον υπό τήν εύνοιαν τού σκότους, πρός διαφόρους διευθύνσεις τών τειχών. Έτεροι δισχίλιαι επηκολούθησαν αυτούς από τινος αποστάσεως όπως τούς υποβοηθήσωσι, ενώ τό υπόλοιπον τού στρατού, διηρημένοι εις πλείονα σώματα, διηυθύνθη πρός τά αντίθετα σημεία όπως διασκορπίση τάς δυνάμεις τών Ελλήνων.
Ευτυχώς τό στρατήγημα τούτο έμαθον οι πολιορκούμενοι καί ο Μαυρομιχάλης καί ο Μπότσαρης εμάντευσαν αυτό εκ τής εν τώ εχθρικώ στρατοπέδω ανησυχίας. Πάντες έμειναν εν τή θέσει των, οι δέ κώδωνες τών εκκλησιών ανήγγειλαν τάς κινήσεις τού θανασίμου εχθρού. Ευθύς ως κατά τήν 6ην πρωϊνήν ώραν οι οκτακόσιοι Αλβανοί, οι εκλεχθέντες διά τήν διά κλιμάκων ανάβασιν, επλησίασαν εις τήν πόλιν εις απόστασιν πυροβόλου. Καί παρευθύς ήρξατο κανονιοβολισμός φοβερός εφ' όλης τής γραμμής τού φρουρίου. Πολλοί Αλβανοί έφθασαν μέχρι τών τειχών, αλλά πρίν παρέλθωσι στιγμαί, κατεκρημνίσθησαν νεκροί. Καί αι λοιπαί φάλαγγαι υπέστησαν τήν αυτήν τύχην. Καί ότε η ηώς τής ημέρας επεφάνη, καθ' ήν εγενήθη ο Λυτρωτής καί εφώτισε τήν γήν, ηρίθμησαν 300 Τούρκοι νεκροί, 9 σημαίαι είχον κατακτηθή..»
Η πολιορκία τού Μεσολογγίου 1822, εν Αθήναις Βασιλικό Τυπογραφείο Ιγγλέση, 1896
Μία ώρα πρίν φωτίσει, άρχισαν οι κανονιοβολισμοί, τό ιππικό άρχισε τήν προέλασή του καί οι Αλβανοί γυμνοί καί μόνο μέ τίς σκάλες καί τά γιαταγάνια έτρεξαν πρός τά τείχη. Οι Έλληνες όμως δέν αιφνιδιάστηκαν καθώς περίμεναν προετοιμασμένοι καί μέ γεμάτα τά καριοφίλια τους. Οι απανωτοί πυροβολισμοί σκόρπισαν τούς Αλβανούς καί μόνο ο Γιουρούκ μπαϊρακτάρης κατόρθωσε νά ανέβει στά τείχη καί νά μπήξει τό μπαϊράκι του, σκοτώνοντας τούς αμυνόμενους. Αλλά η σημαία του έμεινε γιά λίγο πάνω στό τείχος, καθώς τόν αιχμαλώτισαν οι υπερασπιστές πού κατέφθασαν. Η μάχη εξελίχθηκε σέ σφαγή αφού περίπου πεντακόσιοι Τούρκοι σκοτώθηκαν καί τά πτώματά τους γέμισαν τήν τάφρο. Από τούς Έλληνες μόνο δύο Μεσολογγίτες καί δύο Γαστουναίοι σκοτώθηκαν. Η νίκη αυτή θά στερέωνε τήν ελληνική επανάσταση, η οποία δύο χρόνια μετά τήν έναρξή της παρέμενε ζωντανή παρά τή λύσσα τού σουλτάνου καί τών φιλικών πρός αυτόν ευρωπαϊκών κυβερνήσεων. Αυτά ήταν τά καλύτερα Χριστούγεννα γιά τούς Μεσολογγίτες, οι οποίοι ταπείνωσαν τούς δύο πασσάδες καί τούς ανάγκασαν νά επιστρέψουν άρον άρον στά Γιάννενα καί τήν 'Αρτα. Οι μόνοι από τούς προσκυνημένους οπλαρχηγούς πού θά τούς ακολουθούσαν καί θά παρέμεναν μαζί τους μέχρι τό τέλος ήταν ο Μπακόλας καί ο Βαρνακιώτης, καθώς οι υπόλοιποι τούς εγκατέλειψαν καί επέστρεψαν στούς συμπατριώτες τους.
 
«Τήν επομένην νύκτα οι Τούρκοι ευρίσκοντο εν μεγίστη ταραχή. Τήν πρωΐαν οι Χριστιανοί δέν ήκουσαν ούτε τόν χρεμετισμόν τών ίππων ούτε απομεμακρυσμένον τινά θόρυβον. Ο καπνός τών στρατοπεδευόντων δέν υψούτο πλεόν ανά τόν αέραν. Ο Ομέρ Βρυώνης είχεν εκκινήσει περί τήν 2αν ώραν τής πρωΐας καί τού στρατού αυτού εν αταξία παρακολουθούντος, δέν ετόλμων νά πιστεύσωσιν οπισθοχώρησιν τόσον εσπευσμένην.
Μέρος τής φρουράς υπό τού Μαυροκορδάτου οδηγούμενον άγεται πάραυτα πρός τά εγκαταλειφθέντα μέρη, κυριεύωσι οκτώ ορειχάλκινα τηλεβόλα, δύο οβουζιέρα, ένα βομβοβόλον καί πλείστας ζωοτροφίας. Ανευρίσκουσι τόν τόπον όπου ήτο ιδρυμένη η σκηνή τού Ομέρ Βρυώνη, ήτις ήτο ήδη ανατετραμμένη, βλέπουσι τάς τραπέζας τάς οποίας δέν ηδυνήθη νά συμπεριλάβη καί μέρος τών υποσκευών του. Επισκέπτονται τό μέρος τών Τοξιδών, τών Γκέγκιδων καί τών Ασιανών οίτινες πολυτελείς είχον ιδρύσει σκηνάς. Εις έκαστον βήμα ανακαλύπτουσιν όπλα, εφίππια, αποσκευάς κατασφάζουσι καθυστερούντας τινάς στρατιώτας.
Ο Ομέρ Βρυώνης διέμεινε στό Βραχώριον (Αγρίνιο) καί μαθών ότι τά ύδατα τού Αχελώου επαισθητώς ηλαττώθησαν, ηθέλησε νά πειραθή εκ νέου τήν δίοδον τού πόρου τού Στράτου. Τό ιππικόν αυτού ηδύνατο νά τόν ευκολύνη εις τήν πραγματοποίησίν του, εάν επί τών οπισθίων εκάστου μετεφέρετο καί εις στρατιώτης επί τής δεξιάς όχθης τού ποταμού. Ούτοι ώφειλον νά σχηματίσωσι κεφαλήν γεφύρας, ενώ οι ιππείς θά μετέφερον διαδοχικώς τούς πεζούς.
Μόλις οι πρώτοι ουλαμοί τού τουρκικού πεζικού επάτησαν τήν αντίθετον όχθην τού Αχελώου, ότε οι λόχοι τών Λεπενιωτών, ενωθέντες πρός τούς Ακαρνάνας καί πρός τινα αποσπάσματα τών στρατιωτών τού Μαυρομιχάλη επυροβόλησαν καταρρίψαντες αυτούς εν τώ ποταμώ μετά τού προσδράμαντος εις βοήθησιν αυτών ιππικού. Οι ίπποι οίτινες δέν επρόφθαναν ν' αναπνεύσωσιν, υποχρεούμενοι νά επαναπίπτουσιν εις τό ύδωρ, υπό τής ταχύτητος τών ρευμάτων παρασυρθέντες επνίγησαν.
Ήτο φρικώδες νά βλέπη τις τούς ιππείς δράττοντες τήν άκραν τών πέριξ δαφνών, αφού κατώρθουν ν' απαλλαχθώσι τού εφιππίου, ν' αγωνίζονται κατά τού θανάτου, όπως καταγίνωσιν αντικείμενα σκοποβολής τών Ελλήνων οίτινες διετρύπων αυτούς διά τών σφαιρών. Η καρδιά τού Ομέρ Βρυώνη, άν καί σκληρυνθείσα εν τή τέχνη τών όπλων δέν ηδυνήθη ν' αντιστή εις τό θέαμα τούτο καί μετά τήν θέαν τής απωλείας χιλίων εκ τών εκλεκτοτέρων στρατιωτών του, απεσύρθη πρός τό Ζαπάντι (Μεγάλη Χώρα), χύνων δάκρυα.»
Απομνημονεύματα Πουκεβίλ Β' μέρος


Ο Γιάννης Γούναρης όταν πληροφορήθηκε τήν εκτέλεση τών παιδιών του καί τής γυναίκας του ασκήτεψε σέ μία σπηλιά πάνω από τό εκκλησάκι τής Παναγίας τής Ελεούσας στήν Κλεισούρα τού βουνού Αράκυνθος ή Ζυγός. Εκεί θά έμενε μέχρι τόν θάνατό του.

    Η λαϊκή μούσα για την πρώτη πολιορκία του Μεσολογγίου
Νάμουν πουλί να πέταγα, να πήγαινα του ψήλου,
ν΄' αγνάντευα τη Ρούμελη, το δόλιο Μεσολόγγι,
πώς πολεμά με την Τουρκιά, με τέσσερους πασάδαις.
πέφτουν η μπόμπες σα βροχή, η μπάλαις σα χαλάζι,
κι' αυτό το λιανοντούφεκο σαν άμμος της θαλάσσης.
κλαίουν μαννούλαις για παιδιά, γυναίκες για τους άνδραις
κλαίει κι' η μαύρη μας η γη πώχασε τη σπορά της

πηγές
πάπυρος
περ.εικόνες ιστορίας

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου