Πέμπτη 30 Ιανουαρίου 2014

ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΕΣ ΚΑΙ ΚΟΜΠΑΡΣΟΙ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ ΤΩΝ ΙΜΙΩΝ



Ο ΚΩΣΤΑΣ ΣΗΜΙΤΗΣ ΥΠΟΣΤΗΡΙΖΕΙ πως δεν γνώριζε την ανύψωση της ελληνικής σηµαίασ στα Ίµια και την τοποθέτηση αγήµατος για να τη φυλάει. Με την άποψη αυτή συµφωνεί και ο τότε υπουργός Εθνικής Άµυνας Γεράσιµος Αρσένης και ανταπαντά πως οι εντολές του, οι οποίες αφορούσαν απλά στην υποστολή της τουρκικήσ σηµαίασ, απλώς δεν εκτελέστηκαν.Ο πρώην πρωθυπουργός αναφέρει στο βιβλίο του ότι «η εµφάνιση όµως τουρκικής φρεγάτας κοντά στα Ίµια το βράδυ της ∆ευτέρασ 29.1 διαλύει πια τις όποιες αµφιβολίες για τη σοβαρότητα της κατάστασης και πιθανολογεί την κλιµάκωσή της µε απρόβλεπτες συνέπειες». Αν και η κρίση ξεκίνησε από τα Χριστούγεννα του προηγούµενου έτους και εξελισσόταν για χρονικό διάστηµα µεγαλύτερο του ενός µήνα, ο τότε πρωθυπουργόσ δεν είχε πειστεί ως τη ∆ευτέρα 29 Ιανουαρίου 1996 για τη σοβαρότητα τησ κατάστασης! Ίσως αυτό να εξηγεί και το λόγο που δεν αποφάσισε τη µεταφορά της συνεδρίασης του ΚΥΣΕΑ στην αίθουσα του Κέντρου Επιχειρήσεων στο υπουργείο Εθνικής Άµυνας. 
Ο κ. Σηµίτης επαναλαµβάνει σε κάθε ευκαιρία την πεποίθησή του ότι «η συνέχιση της έντασης θα είχε ιδιαίτερα αρνητικές επιπτώσεις για τη διεθνή εικόνα της χώρας και την οικονοµική σταθερότητα. Οι προηγµένες χώρες αποφεύγουν συγκρούσεις και δεν παρασύρονται σ’ αυτές». Κανένας εχέφρων άνθρωπος, πόσο µάλλον πολιτικός, δεν θα µπορούσε να αµφισβητήσει την ορθότητα των απόψεων Σηµίτη, σε θεωρητικό όµωσ επίπεδο. Ο χειρισµός της κρίσης απέδειξε ότι ο πρώην πρωθυπουργόσ πίστεψε ότι θα κατορθώσει να αποφύγει τελικά τη σύγκρουση, «κουκουλώνοντας» τις προκλήσεις, µη δίνοντας σηµασία στη στρατιωτική κλιµάκωση από µέρους της Τουρκίας.
Πίστεψε ότι η αµερικανική παρέµβαση θα πειθαναγκάσει τους Τούρκους σε αποκλιµάκωση τησ κρίσης και επιστροφής στο status quo ante. Οι προσδοκίες του, που αποτελούσαν προσωπικές στερεοτυπικές πεποιθήσεις, διαψεύστηκαν. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει, «το απόγευµα της Τρίτης της 30ής Ιανουαρίου κι ενώ συνεχίζεται στη Βουλή η συζήτηση για τις προγραµµατικές δηλώσεις της κυβέρνησης προκειµένου να λάβει ψήφο εµπιστοσύνης, φτάνουν πληροφορίες ότι παρατηρείται ασυνήθιστη κινητικότητα στις τουρκικές ένοπλες δυνάµεις και, πάντως ότι ο τουρκικός στόλος έχει βγει από τα ∆αρδανέλια και κατευθύνεται νότια. Εν τω µεταξύ γύρω στις 21.45 ο Λευκός Οίκος καλεί το γραφείο µου και µεταφέρει την επείγουσα επιθυµία του προέδρου Κλίντον να µιλήσει µαζί µου. Το τηλεφωνικό ραντεβού πραγµατοποιείται µετά µισή ώρα». 
Από τα γραφόµενά του και µόνο, υπό την προϋπόθεση ότι λέει την αλήθεια, ο τότε πρωθυπουργός αποδεικνύει πως είχε ελλιπή συναίσθηση της κατάστασης. Παρότι είχε παρέλθει χρονικό διάστηµα µεγαλύτερο του ενός µήνα κατά τη διάρκεια του οποίου παρατηρούνταν συνεχείς κινήσεις κλιµάκωσης, ο κ. Σηµίτης εµφανίζεται να µην έχει διαγνώσει ορθά την κατάσταση.Τα πυρά του Κώστα Σηµίτη συγκέντρωσε ο τότε Α/ΓΕΕΘΑ ναύαρχος Λυµπέρης: «Ο κ. Λυµπέρης έχει απλώσει τους σχετικούς χάρτες στο τραπέζι συσκέψεων. Υποστηρίζει ότι δεν υπάρχει «καµιά ένδειξη συγκέντρωσης τουρκικών ενόπλων δυνάµεων στην περιοχή». Η Ελλάδα έχει εκεί «τη µεγαλύτερη δύναµη». Οι τουρκικές κινήσεις έχουν «τακτικό χαρακτήρα». Η συνάντησή µας, κατά την άποψή του, πρέπει να ξεκαθαρίσει τους κανόνες εµπλοκής, να δοθεί «πολιτική έγκριση για το βοµβαρδισµό των βραχονησίδων, εφόσον τούτο είναι αναγκαίο, ή άλλων µέτρων, ως ο εµβολισµός ενός τουρκικού πλοίου». Η εικόνα ενός αρχηγού ΓΕΕΘΑ που έχει πάρει... παραµάσχαλα στρατιωτικούς χάρτες και περιφέρεται στο Κοινοβούλιο επειδή ο πολιτικός του προϊστάµενοσ επέλεξε να µην ακολουθήσει... την κοινή λογική, φοβούµενος την αποστολή «λανθασµένου µηνύµατος» στην απέναντι πλευρά, είναι ελάχιστα κολακευτική. 
 Χωρίς την παραµικρή διάθεση «προστασίας και εξαγνισµού» του τότε Α/ΓΕΕΘΑ, θα πρέπει να του αναγνωρίσουµε ότι τον υποχρέωσαν να λειτουργήσει «έξω από τα νερά του», χωρίς τη δυνατότητα αξιοποίησης του επιτελείου του όταν το χρειαζόταν και χωρίς εικόνα της κατάστασης σε πραγµατικό χρόνο. Λίγο πιο κάτω ο πρώην πρωθυπουργός αναφέρεται στη στάση που τήρησε στην εµµονή της πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας του υπουργείου Εθνικής Άµυνας σχετικά µε το θέµα των κανόνων εµπλοκής: «Απαντώ στουσ κυρίους Αρσένη και Λυµπέρη ότι για τους κανόνες εµπλοκής θα αποφασίσουµε όταν καταλήξουµε τι ακριβώς πρέπει να γίνει. Η σύσκεψη αυτή θα πρέπει πρώτα απ’ όλα να ξεκαθαρίσει πώσ θα χειριστούµε το πολιτικό πρόβληµα, µε το οποίο είµαστε αντιµέτωποι αυτή τη στιγµή». Ο κ. Σηµίτης αγνοούσε εντελώς τη σηµασία των κανόνων εµπλοκής. Η εµµονή του αυτή επέτεινε το πρόβληµα συνεννόησης που είχε παρουσιαστεί στην οµάδα που χειριζόταν την κρίση.

Ασφαλώς και ο Α/ΓΕΕΘΑ ενδιαφερόταν να διευκρινίσει-ξεκαθαρίσει κάτω από ποιες προϋποθέσεις θα χρησιµοποιούσε τις στρατιωτικές δυνάµεις στην περιοχή. ∆ηλαδή ποια θα ήταν η «κόκκινη γραµµή» που θα χαράζαµε στους Τούρκους, διαφορετικά αντιλαµβανόταν ότι η δύναµη αυτή απαξιωνόταν. Επίσης, η πλήρης άγνοια για το τι θα πρέπει να κάνουν σε συγκεκριµένες περιστάσεις δηµιουργούσε µεγάλο εκνευρισµό στα στελέχη των Ενόπλων ∆υνάµεων που βρισκόντουσαν στην περιοχή

Ταυτόχρονα όµως, δηµιουργούσε και κίνδυνο ανεξέλεγκτης κλιµάκωσης: σε περίπτωση που αντιλαµβανόντουσαν τουρκική επιθετική ενέργεια, ποιος εχέφρων διοικητής θα την άφηνε αναπάντητη; Τότε όµως η κατάσταση θα είχε ξεφύγει εντελώς από τον πολιτικό έλεγχο και αυτό διότι ο πρωθυπουργός είχε τις δικές του προσωπικές στερεοτυπικές αντιλήψεις περί χειρισµού κρίσεων. Έστω ότι ο τοπικός διοικητής θα ειδοποιούσε, αναµένοντας απόφαση του ΚΥΣΕΑ για την αποδέσµευση των κανόνων εµπλοκής. Τότε όµως η ζηµιά θα είχε γίνει και το κόστος εκ των υστέρων στρατιωτικής απάντησης θα ήταν αναπόφευκτα µεγαλύτερο, ενώ θα δηµιουργούσε και την εντύπωση ότι η Ελλάδα αποφάσισε πιθανώς να ξεκαθαρίσει στρατιωτικά την κατάσταση, µε αποτέλεσµα τη γενίκευση της σύγκρουσης. 

Λίγο αργότερα ήταν η σειρά του υπουργού Άµυνας να επιχειρήσει να «αφυπνίσει» τον πρωθυπουργό. Σύµφωνα µε όσα ο τελευταίος αναφέρει στο βιβλίο του, ο κ. Αρσένησ υπενθύµισε πως «η σειρά των ενεργειών εµπλοκής µπορούν να εγκριθούν µόνο από το ΚΥΣΕΑ και πρέπει να λάβουµε τισ σχετικέσ αποφάσεις». Η απάντηση του πρωθυπουργού προς τους κυρίους Αρσένη και Λυµπέρη είναι πως «για τους κανόνες εµπλοκής θα αποφασίσουµε όταν καταλήξουµε τι ακριβώς πρέπει να γίνει». Λες και για το ξέσπασµα ή όχι εχθροπραξιών θα αποφάσιζε ο κ. Σηµίτης..
Από τη στιγµή που υπήρχε ενδεχόµενο στρατιωτικής σύγκρουσης, η πρώτη δουλειά του ΚΥΣΕΑ θα έπρεπε να είναι ο καθορισµός των προϋποθέσεων οι οποίες θα οδηγούσαν την ελληνική πλευρά να πατήσει τη σκανδάλη. Εάν µάλιστα οι σχετικές αποφάσεις κοινοποιηθούν προς την πλευρά του αντιπάλου, τότε ξεκινάει και ένα ψυχολογικό παιχνίδι αποτροπής: πετάς το «µπαλάκι» στον επιτιθέµενο, εξηγώντας του µε σαφήνεια ποιες κινήσεις πρέπει να αποφύγει εάν κατά βάθος δεν επιθυµεί τη στρατιωτική σύγκρουση. ∆ιαφορετικά, είσαι έρµαιο των όποιων υποκειµενικών εκτιµήσεών του σχετικά µε τη διάθεσή σου να συγκρουστείς για την προάσπιση των κυριαρχικών σου δικαιωµάτων ή επιλέγεις να παραιτηθείς από αυτά, υπό το κράτος του φόβου για τον αντίπαλό σου. 
Αυτό που προκαλεί κάποια τουλάχιστον θετική εντύπωση είναι η ανησυχία του πρωθυπουργού για την πιθανότητα απόβασησ των Τούρκων στην παρακείµενη νησίδα, οπότε και ρώτησε το ναύαρχο Λυµπέρη εάν αυτή φυλάσσεται. Όταν έλαβε καταφατική απάντηση, επανήλθε ρωτώντας εάν βρίσκονται Έλληνες στρατιώτες πάνω στα ∆υτικά Ίµια, λαµβάνοντας αυτή τη φορά αρνητική απάντηση, παράλληλα όµως µε διαβεβαιώσεις περί της αποτελεσµατικότητας της επιτήρησης από τα πλοία του Πολεµικού Ναυτικού. Ο κ. Σηµίτης αποδεικνύει ότι είχε διεισδύσει, εν µέρει τουλάχιστον, στη λογική της αντιµετώπισης τησ κατάστασης από ένα στρατιωτικό διοικητή. Οδηγούµαστε λοιπόν αβίαστα στο συµπέρασµα ότι ο Κώστας Σηµίτης την κρίσιµη νύχτα των Ιµίων αδίκησε τον εαυτό του, πέφτοντας θύµα των στερεοτυπικών του πεποιθήσεων και της καχυποψίας µε την οποία αντιµετώπιζε τους συντρόφους του στο ΠΑΣΟΚ, εκπροσώπους όµως του «παλαιού», ή αλλιώς «πατριωτικού» ΠΑΣΟΚ, σύµφωνα µε την ορολογία που έχει επικρατήσει σήµερα. 

Εάν είχε «υποχωρήσει» και είχε µεταβεί στο ΕΘΚΕΠΙΧ θα είχε αισθανθεί πολύ καλύτερα τισ πραγµατικές δυνατότητες αντίδρασης που είχε η Ελλάδα και ίσως να είχε βοηθήσει τους στρατιωτικούς να κάνουν καλύτερα τη δουλειά τους, ενώ σίγουρα ο ίδιος θα είχε αντιληφθεί πολύ γρηγορότερα τις πραγµατικές διαστάσεις της κρίσης. Ας µη λησµονούµε ότι ο χειρισµόσ της κρίσης γινόταν παράλληλα µε τη διεξαγωγή στο Κοινοβούλιο τησ συνεδρίασης για τις προγραµµατικές δηλώσεις της νέας κυβέρνησης! 
Αλήθεια, έχουµε συλλογισθεί τι είδους εντύπωση δηµιούργησε στην Τουρκία η συγκεκριµένη «λεπτοµέρεια»; Μήπως επέτεινε τη συνολική εικόνα «χαλαρότητας» που έδινε η ελληνική πλευρά; Στο ζήτηµα της υποστολής και αποµάκρυνσης της ελληνικής σηµαίας από τα Ανατολικά Ίµια, ο κ. Σηµίτης, συνειδητά ή όχι, δεν λέει την αλήθεια. Στο βιβλίο του ισχυρίζεται, «όσον αφορά την ελληνική σηµαία αποφασίσαµε οµόφωνα να την αποσύρουµε για να αποτρέψουµε το ενδεχόµενο νέων εµπλοκών». Εάν δεν αποτελεί συνειδητή προσπάθεια απόσεισης ευθυνών, τότε µάλλον ο µηχανισµός χειρισµού κρίσεων βρισκόταν σε τέτοια κατάσταση αποδιοργάνωσης που υιοθέτησε την πλέον βολική ερµηνεία. Ασφαλώς και ο Ρίτσαρντ Χόλµπρουκ «αδειάζει» παρόµοιους ισχυρισµούς, δηλώνοντας πως η απόσυρση της σηµαίας αποτελεί προϋπόθεση απεµπλοκής. Εν ολίγοις, η Ελλάδα υποχρεώθηκε να αποσύρει τη σηµαία, δεν το επέλεξε µόνη της. Σε κάθε περίπτωση, ο ίδιος ο κ. Σηµίτης στο βιβλίο του ξεκαθαρίζει ότι όταν ξεκίνησε η προσπάθεια αποκλιµάκωσης της κρίσης, η απόσυρση της σηµαίας απορρίφθηκε από ελληνικής πλευράς, µε αποτέλεσµα να δοθεί το «υπερατλαντικό» προβοκατόρικο µήνυµα πως οι Ηνωµένες Πολιτείεσ αποσύρονται διότι αδυνατούν υπό αυτές τις προϋποθέσεις να διευκολύνουν. Έχοντας διαγνώσει την αποστροφή της ηγεσίας για οτιδήποτε σχετίζεται µε τη στρατιωτική επιλογή «διευθέτησης» της κρίσης, δεν δίστασαν να απειλήσουν εµµέσως την Ελλάδα ότι, εφόσον δεν «υπακούει», θα µείνει µόνη της στις ορέξεις των Τούρκων στρατηγών.
Ο ΤΟΤΕ ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΕΘΝΙΚΗΣ Άµυνας Γεράσιµος Αρσένης, σχολιάζοντας το βιβλίο του τότε πρωθυπουργού Κώστα Σηµίτη, τον κατηγορεί για «επιλεκτική µνήµη» και επιλεκτική χρήση της αλήθειας. Υποστηρίζει ότι η συµφωνία Χόλµπρουκ-Πάγκαλου είχε οριστικοποιηθεί προ της απόβασης των Τούρκων στα δυτικά Ίµια, περίπου στη 01.30 π.µ., σε µια συµφωνία που δεν περιλάµβανε ούτε την απόσυρση της σηµαίας ούτε τη διεξαγωγή διαπραγµατεύσεων µε τους Τούρκους. Ο κ. Αρσένης συµφωνεί ότι η απόφαση απόσυρσης της σηµαίας ήταν απόφαση που έλαβε το ΚΥΣΕΑ και όχι τµήµα της συµφωνίας (ασχέτως εάν διαψεύδεται από τον Ρίτσαρντ Χόλµπρουκ). Για τον πρώην υπουργό Εθνικής Άµυνας η κατάληψη της δεύτερης βραχονησίδας «πρόσθεσε ένα ιδιαίτερα δραµατικό χαρακτήρα στην εφαρµογή της συµφωνίας και πλήγωσε το εθνικό φρόνηµα».
 Ο πρώην υπουργός κατηγορεί τον Κώστα Σηµίτη ότι εξέθεσε και αδίκησε τις ελληνικές Ένοπλες ∆υνάµεις και εν τέλει «αδίκησε τον ίδιο τον εαυτό του». Υποστηρίζει πως το ηθικό των ελληνικών δυνάµεων ήταν πολύ υψηλό, ενώ η διάταξή τους έδινε στην Ελλάδα το τακτικό πλεονέκτηµα. Για τον τότε Α/ΓΕΕΘΑ ναύαρχο Λυµπέρη συµφωνεί µε τον Κώστα Σηµίτη ότι φέρει µέρος της ευθύνης, κατηγορώντας όµως τον πρώην πρωθυπουργό ότι δεν παραδέχεται τις ευθύνες των υπόλοιπων µελών του ΚΥΣΕΑ, συµπεριλαµβανοµένου και του ίδιου.Ο κ. Αρσένης αναφέρει ότι είναι φυσιολογικό οι Τούρκοι να πληροφορηθούν πρώτοι το γεγονός της απόβασης δικών τους κοµάντο στη ∆υτική Ίµια, αφού το διέρρευσαν στα Μέσα Μαζικής Ενηµέρωσης αµέσως µετά την επιτυχή ολοκλήρωση της επιχείρησης. Για τον πρώην υπουργό Εθνικής Άµυνας δεν υπήρξε στρατιωτικός αιφνιδιασµός, αλλά «στοιχείο πολιτικού αιφνιδιασµού», αφού φαίνεται πως δεν είχε εξασφαλιστεί το «αυτονόητο». 
Αναφέρει χαρακτηριστικά: «Όταν γίνονται, µέσω τρίτου, διαπραγµατεύσεις για τη µη στρατιωτική επίλυση µιας διαφοράς, είναι αυτονόητο ότι τα αντιµαχόµενα µέρη απέχουν από κάθε είδους στρατιωτική ενέργεια. Αυτό φαίνεται, δεν είχε εξασφαλισθεί».Ο τότε υπουργόσ Άµυνας διατείνεται ότι η κριτική για αδράνεια την οποία επιχειρεί ο Κώστας Σηµίτης στις Ένοπλες ∆υνάµεις δεν αληθεύει. Ισχυρίζεται ότι το ΚΥΣΕΑ ενηµερώθηκε για τα όσα µετέδιδαν τα τουρκικά ΜΜΕ λίγο πριν από τις 3.30 τα ξηµερώµατα και η εξακρίβωση της πληροφορίας από τις Ένοπλες ∆υνάµεις έγινε στις 4.40 µετά από πτήση ελικοπτέρου. Επίσης, κατηγορεί τον κ. Σηµίτη ότι ψεύδεται ισχυριζόµενος πως την πτώση του ελικοπτέρου την πληροφορήθηκε από την τηλεόραση στις 7.00 το πρωί, καθώς του το είχε µεταφέρει ο ίδιος στις 6.00 µέσω του τριψήφιου αριθµού ασφαλούς επικοινωνίας.
Ο ΤΟΤΕ ΥΦΥΠΟΥΡΓΟΣ ΕΘΝΙΚΗΣ Άµυνας πτέραρχος εν αποστρατεία Νίκος Κουρής θεωρεί την κρίση στα Ίµια προκατασκευασµένη και προαποφασισµένη. Αναφέρει στο βιβλίο που έχει συγγράψει ότι οι «δηµοσιογράφοι» της «Χουριέτ» δεν ήταν παρά πράκτορες της περιβόητης υπηρεσίας πληροφοριών της Τουρκίας MIT, ενώ δύο εξ αυτών ήταν γνωστοί στις ελληνικές αρχές. Για να αποδείξει ότι ο τουρκικός σχεδιασµός προέβλεπε την αµφισβήτηση της ελληνικής κυριαρχίας, αναφέρει πως την άνοιξη του 1991 ο Τούρκος Αρχηγός του Ναυτικού σε δηλώσεις του έθεσε θέµα κυριαρχίας πάνω στις βραχονησίδες του Ανατολικού Αιγαίου. Το περιστατικό αυτό, αποκαλύπτει ο πτέραρχος Κουρής, µνηµονεύει σε επιστολή του προς τον Πρόεδρο της ∆ηµοκρατίας ο Ανδρέας Παπανδρέου στις 18 Ιουνίου 1991. «... Θα πρέπει να αποδοθεί ιδιαίτερη σηµασία στις πρόσφατες δηλώσεις του Αρχηγού του τουρκικού Γενικού Επιτελείου Ναυτικού µε τις οποίες αµφισβήτησε ευθέως την εθνική µας κυριαρχία πάνω στις βραχονησίδες του Ανατολικού Αιγαίου». 
Παρότι αναγνωρίζει τα κίνητρα του δήµαρχου Καλύµνου, που ανέλαβε «πρωτοβουλία» έπαρσης της ελληνικής σηµαίας, ως αµιγώς πατριωτικά, είναι ξεκάθαρος όσον αφορά την καταδίκη της ενέργειας: «Το γεγονός είναι ότι καµία φορά πατριωτικοί ενθουσιασµοί και πράξεις «εν θερµώ» µπορούν να ρίξουν λάδι στη φωτιά και να προκαλέσουν κλιµάκωση µιας έντασης που εξυπηρετεί τα σχέδια εκείνων που υπονοµεύουν την εθνική µας ακεραιότητα και το καθεστώς στην περιοχή». 
Ο κ. Κουρής ξεκαθαρίζει ότι την ευθύνη άσκησης της εξωτερικής πολιτικής θα πρέπει να την έχει το υπουργείο Εξωτερικών, χωρίς παρεµβάσεις αυτού του είδους, που θέτουν, έστω αθέλητα, την εθνική ασφάλεια σε κίνδυνο και βάζουν τη χώρα σε περιπέτειες .Όσον αφορά στο χειρισµό της κρίσης, αναφέρει ως λάθος την παραµονή των χειριστών στο Κοινοβούλιο και όχι στο ΕΘΚΕΠΙΧ του υπουργείου Εθνικής Άµυνας, καθότι αυτό απέκοπτε τα στελέχη του εν λόγω υπουργείου από το να γνωρίζουν προς τα πού πηγαίνουν οι εξελίξεις και να συντονίζουν «το βήµα τους». Προβαίνει δε σε µία εξαιρετικά σηµαντική παρατήρηση: 
«Η απουσία του ΚΥΣΕΑ από το Εθνικό Κέντρο Επιχειρήσεων περνούσε προς τα έξω λάθος µήνυµα... Ότι, δηλαδή, ενδεχοµένως, δεν εννοούσαµε αυτό που διακηρύσσαµε, ότι θα χρησιµοποιήσουµε όλα τα µέσα για να προστατεύσουµε τα νόµιµα εθνικά µας συµφέροντα», αναφέρει χαρακτηριστικά, προφανώς «σχολιάζοντας» εµµέσως τις δηλώσεις Σηµίτη στις αρχές της κρίσης. Αποτέλεσµα του κάκιστου συντονισµού ήταν η διεξαγωγή διαπραγµατεύσεων µε τις Ηνωµένες Πολιτείες σε τρία διαφορετικά επίπεδα: το πρωθυπουργικό, αυτό των υπουργών Εξωτερικών και αυτό των υπουργών Εθνικής Άµυνας των δύο χωρών. Εν κατακλείδι, ο πτέραρχος Κουρής ξεκαθαρίζει ότι αποτέλεσε λάθος «η προσφυγή στην επιδιαιτησία της Ουάσινγκτον», κάτι που είχε αποφύγει ο Ανδρέας Παπανδρέου τον Μάρτιο του 1987. 
Κι αυτό διότι είναι γνωστή εκ προοιµίου η αµερικανική στάση: «Και την Αίγινα να διεκδικούσαν ξαφνικά οι Τούρκοι, οι Αµερικανοί, τηρώντας τη γνωστή πολιτική τους, θα συνιστούσαν συζητήσεις µε την Τουρκία», αναφέρει χαρακτηριστικά! Επιπρόσθετα, παραδέχεται ότι η συνεργασία των υπουργείων Εξωτερικών και Εθνικής Άµυνας ήταν προβληµατική, ενώ αναφέρει, κάπως γενικόλογα, ότι «κάποιοι δεν εξετίµησαν σωστά τους ενδεχόµενους κινδύνους»,όπως αυτοί προέκυπταν από τις τουρκικές ρηµατικές διακοινώσεις. Συνέπεια όλων αυτών των συµπτώσεων, καταλήγει ο τότε υφυπουργός Εθνικής Άµυνας, ήταν να µην υπάρχει «στιβαρός πολιτικός έλεγχος της κρίσης από τα πρώτα στάδιά της».
Ο πτέραρχοσ (ε.α.) Κουρής δίνει ξεχωριστή έµφαση στο πολιτικό υπόβαθρο της κρίσης µε τη σύγχυση που είχε προκαλέσει η υποχρεωτική αντικατάσταση του Ανδρέα Παπανδρέου, ενώ επισηµαίνει και τις εσωκοµµατικές έριδες που ταλαιπωρούσαν το ΠΑΣΟΚ. Αποτέλεσµα αυτής της κατάστασης ήταν να βρεθεί απότοµα ο νέος πρωθυπουργός σε «βαθιά νερά». Στα λάθη που διαπράχθηκαν συνεπεία της πολιτικής κατάστασης ήταν, κατά τον κ. Κουρή, «και η µη έγκαιρη ενηµέρωση του Προέδρου της ∆ηµοκρατίας και των ηγετών των πολιτικών κοµµάτων της χώρας πάνω στην κατάσταση. Αυτό έπρεπε να γίνει και µάλιστα µε τυµπανοκρουσίες» υπογραµµίζει..

 Ίµια 1996: Η Αλήθεια
Ζαχαρίας Mίχας, Δηµήτρης Αδαµόπουλος
 

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου