Με μια απόφαση-σκάνδαλο, το ΓΕΑ απέρριψε την υλοποίηση ενός
εγκεκριμένου ήδη από τη στρατιωτική ηγεσία ελληνικής αναπτύξεως και
χαμηλού κόστους αμυντικού συστήματος, το οποίο θεραπεύει τη μεγαλύτερη,
αν όχι και τη μοναδική, απειλή την οποία αντιμετωπίζει η Ελλάδα από την
Τουρκία, και συγκεκριμένως την απειλή που θα θέτουν σύντομα τα τουρκικά
αεροσκάφη Stealth F-35 (τα πρώτα παραλαμβάνονται σε λιγότερο από δύο
χρόνια), τα ήδη υπάρχοντα στο τουρκικό οπλοστάσιο χαμηλής ορατότητας μη
επανδρωμένα αεροσκάφη HARPY και τα τουρκικής κατασκευής κατευθυνόμενα
βλήματα μεγάλου βεληνεκούς. Πρόκειται για μια τερατώδη απόφαση για την
οποία, σε περίπτωση μιας απεφευκτέας ελληνοτουρκικής συρράξεως και του
βέβαιου αρνητικού για την Ελλάδα αποτελέσματος, αυτοί που την έλαβαν
σίγουρα θα πρέπει να λογοδοτήσουν σε ειδικό δικαστήριο.
Για να γίνει αντιληπτή η έκταση της απαράδεκτης φύσεως της παραπάνω
αποφάσεως, αρκεί να αναφερθούν εν συντομία ορισμένες μόνο βασικές
παρατηρήσεις που αφορούν τον σύγχρονο πόλεμο. Πρώτον, ασχέτως της ισχύος
μιας χώρας στη θάλασσα και στην ξηρά, ο πόλεμος κρίνεται αποκλειστικώς
στον αέρα.
Δεύτερον, όλοι οι τελευταίοι πόλεμοι κατέδειξαν ότι, για την
επιτυχή έκβαση μιας στρατιωτικής επιχειρήσεως, απαραίτητη προϋπόθεση
είναι η καταστολή της εχθρικής αεράμυνας, των δικτύων εγκαίρου
προειδοποιήσεως, σταθμών διοικήσεως και ελέγχου κ.λπ.
Τρίτον, για την
καταστροφή των ανωτέρω χρησιμοποιούνται μέσα μη δυνάμενα να
αντιμετωπισθούν από μια χώρα με συμβατικά αμυντικά συστήματα, λόγω
αδυναμίας εντοπισμού τους από τα συμβατικά ραντάρ, δεδομένου ότι η
απειλή τίθεται από βλήματα μακρού βεληνεκούς (κυρίως Tomahawk στην
περίπτωση των Αμερικανών) και χαμηλής διακριτικότητας (Low
observability) μη επανδρωμένα αεροσκάφη (UAV) και αεροσκάφη τεχνολογίας
Stealth (π.χ. F-35), όλα φυσικά σε συνδυασμό με άλλα μέσα ηλεκτρονικού
πολέμου.
Από τα παραπάνω μέσα, η Τουρκία διαθέτει ήδη τα προαναφερθέντα UAV
καταστολής εχθρικής αεράμυνας HARPY, πυραύλους μεγάλου βεληνεκούς, μία
σειρά όπλων μακρού πλήγματος (stand-off weapons), με τα οποία είναι
δυνατόν η καταστροφή στόχων από απόσταση ασφαλείας (εκτός βεληνεκούς της
αντίπαλης αντιαεροπορικής άμυνας) και ως προανεφέρθη θα έχει σύντομα
(από το 2015) και τα αεροσκάφη τεχνολογίας Stealth (F-35). Το αν
σκοπεύει να τα χρησιμοποιήσει προκύπτει από δύο ασκήσεις που έγιναν μία
το 2010 (κατά τη διάρκεια της ασκήσεως «Αnatolian Eagle») και
Pence-2013, στις οποίες κατεστράφησαν ισάριθμοι σταθμοί ραντάρ από τα
HARPY.
H απόκτηση των HARPY από την Τουρκία (104 συνολικά συστήματα)
απασχόλησε και απασχολεί ακόμη σοβαρότατα την Π.Α. από το 2002, που
έγινε γνωστή η παραλαβή τους από την Τουρκία, χωρίς να βρεθεί ουσιαστικά
λύση (υπάρχει περιορισμένης αποτελεσματικότητας παραπλάνησή τους μέσω
ψευδών σταθμών εκπομπής ακτινοβολίας ραντάρ). Ο λόγος, απλός: Τα ΗΑRPY,
που έχουν αναπτυχθεί ειδικά για την καταστροφή ραντάρ (εγκαίρου
προειδοποιήσεως, πλοίων, πυραυλικών αντιαεροπορικών συστημάτων που
χρησιμοποιούν ραντάρ), παρουσιάζουν τις ίδιες δυσκολίες στην
αντιμετώπισή τους, όπως και οι γνωστοί πύραυλοι αντι-ραντάρ (π.χ.,
ΗΑRM-High Antiaradiation Missile). Και τούτο διότι, επειδή τα συστήματα
αυτά έχουν παθητικό σύστημα καθοδηγήσεως -δεν εκπέμπουν κάποια
ακτινοβολία ώστε να είναι δυνατή η παρεμβολή τους-, αλλά έλκονται από
την ακτινοβολία του εχθρικού ραντάρ, αφήνουν στον αντίπαλο μόνο δύο
επιλογές: ή να συνεχίσει να λειτουργεί το ραντάρ, με αποτέλεσμα να
καταστραφεί, ή να σταματήσει, με αποτέλεσμα ο αντίπαλος να μην έχει
εικόνα. Για τις δυνατότητες αεροσκαφών τεχνολογίας Stealth, όπως τα
F-35, δεν χρειάζεται να γίνει ειδική αναφορά εδώ. Αρκεί να αναφερθεί ότι
για την αντιμετώπιση των τουρκικών F-35 η Π.Α. είχε εκπονήσει
συγκεκριμένο πρόγραμμα αποκτήσεως σύγχρονων αεροσκαφών, το οποίο φυσικά
δεν υλοποιήθηκε με ευθύνη της πολιτικής ηγεσίας.
Η εισαγωγή αεροσκαφών τεχνολογίας Stealth, πολλαπλώς διαφημισθέντων
και ως «αόρατων», ή συστημάτων χαμηλής παρατηρησιμότητας όπως τα HARPY,
με χρήση συνθετικών υλικών, ειδικών βαφών κ.ά. για μείωση του ίχνους
τους από εχθρικά ραντάρ, καθώς και άλλων συστημάτων, επέφερε μια
πραγματική επανάσταση στον σύγχρονο πόλεμο, και τούτο για ευνόητους
λόγους: Γιατί, για να καταστραφεί μια απειλή αυτής της μορφής, θα πρέπει
να εντοπισθεί από τα ραντάρ, πράγμα σχεδόν αδύνατο από τα συμβατικής
τεχνολογίας ραντάρ. Τούτο οδήγησε στην εντατική έρευνα, με αποτέλεσμα να
εμφανισθούν τα πρώτα παθητικά συστήματα εντοπισμού στόχων, όπως το
τσεχικό VERA-E και το ουκρανικό Kolchuga. H εταιρία που κατασκεύαζε το
πρώτο αγοράσθηκε σχεδόν αμέσως από αμερικανική εταιρία (για ευνόητους
λόγους), ενώ αυτό της εταιρίας που κατασκευάζει το Kolchuga επιδείχθηκε
προ ετών στην Ελλάδα, αλλά εγκαταλείφθηκε λόγω κόστους, δεδομένου ότι
κάθε σύστημα κόστιζε περί τα 50.000.000 ευρώ και η ανάγκη καλύψεως του
ελληνικού χώρου (35-40 συστήματα) ανέβαζε το κόστος σε απαγορευτικά
επίπεδα (της τάξεως των 2 δισ. περίπου). Σημ.: υπάρχουν ακόμη δύο
συστήματα, το αμερικανικό Silent Sentry και το γαλλικό Ηοmeland Alerter
100, με τα συστήματα αυτά να παρουσιάζουν συγκριτικά μειονεκτήματα και
πλεονεκτήματα έναντι των πρώτων δύο, η αναφορά των οποίων παρέλκει εδώ.
Περιέργως, ή μάλλον ουδόλως έτσι, αν ληφθεί υπ’ όψιν το τεράστιο και
φυσικά ανεκμετάλλευτο υψηλό επιστημονικό δυναμικό της χώρας, η απάντηση
στο πρόβλημα εντοπισμού στόχων της παραπάνω κατηγορίας, προήλθε από μια
ομάδα πέντε Ελλήνων επιστημόνων (των καθηγητών Αθ. Κωνσταντινίδη, Χρ.
Σαραγιώτη, Κων. Πανούλα, Ιω. Κοσμίδη και Στυλ. Τριανταφυλλίδη). Η ομάδα
αυτή ξεκίνησε, το 2006, ιδία πρωτοβουλία, ένα ερευνητικό πρόγραμμα
κατασκευής ενός δικτύου παθητικών πολυστατικών ραντάρ -μη εντοπιζομένων
από τον αντίπαλο!- για τον εντοπισμό στόχων χαμηλής διακριτικότητας (low
obvervability-stealth), χωρίς κανένα από τα μειονεκτήματα όλων των
παραπάνω, το οποίο, όπως ήταν φυσικό, τράβηξε αμέσως την προσοχή και το
έντονο ενδιαφέρον της στρατιωτικής ηγεσίας.
Η εξέλιξη του προγράμματος
Το πρόγραμμα, έπειτα από μία δοκιμή για απόδειξη της αρχής
λειτουργίας (proof of concept), εξελίχθη σε βαθμό που αποτέλεσε το
αντικείμενο εγκωμιαστικών σχολίων τόσο της Π.Α. όσο και κυρίως του ΓΕΣ,
το οποίο με δύο έγγραφά του, και συγκεκριμένως της 13/8/2010 και της
29/1/2010 (τα έχουμε) αναφέρεται: α) στο ιδιαίτερο ενδιαφέρον με το
οποίο αναμένει την πρόοδο στον συγκεκριμένο τομέα έρευνας και αναμένει
την παρουσίαση της τελικής μορφής του ερευνητικού έργου των πέντε
επιστημόνων (έγγραφο 13/8/2010) και β) στο γεγονός ότι κατά την εκτίμησή
του το σύστημα μπορεί να αποτελέσει πολλαπλασιαστή ισχύος, να παράξει
στρατηγικό πλεονέκτημα και να συμβάλλει στην αποφυγή αιφνιδιασμού κ.λπ.
(έγγραφο 29/12/10). Αυτά, μετά την ομόφωνη απόφαση εγκρίσεως για
συνέχιση του προγράμματος από δύο ΣΑΣΠ (Συμβούλιο Αμυντικού Σχεδιασμού
και Προγραμματισμού) και μία απόφαση του ΣΑΓΕ (Συμβούλιο Αρχηγών Γενικών
Επιτελείων) στις 29/5/2010, η οποία χαρακτήρισε το πρόγραμμα.
Το εξωφρενικό αιτιολογικό της απόρριψης και η άμεση αντίδραση των ερευνητών
Το τι έγινε μετά μόνο στη σύγχρονη Ελλάδα, και μάλιστα αυτής της
περιόδου, μπορούσε να γίνει. Γιατί στις 4 Σεπτεμβρίου η ηγεσία των Ε.Δ.,
με έγγραφό της προς τους πέντε ερευνητές και κατόπιν εισηγήσεως του ΓΕΑ
(!), ακύρωσε όλες τις παραπάνω ομόφωνες αποφάσεις, εκ των οποίων η μία
ήταν απόφαση ενός πρόσφατου ΣΑΓΕ! Το αιτιολογικό ήταν τόσο εξωφρενικό,
που το παραθέτουμε αυτούσιο παρακάτω:
[…] «Η εν λόγω επιχειρησιακή απαίτηση», η ανάγκη, δηλαδή, ενός
συστήματος που θα αποκαλύπτει και θα διευκρινίζει τις υφιστάμενες και
μελλοντικές αεροπορικές απειλές, που θα διαθέτουν τα χαρακτηριστικά Low
Probability of Intercept (σ.σ.: χαμηλή πιθανότητα εντοπισμού), Low RCS
(σ.σ.: μικρή διατομή ραντάρ) και stealth «δεν μπορεί να καλυφθεί από ένα
σύστημα συγκεκριμένης τεχνολογίας ή κατασκευαστικής φιλοσοφίας, αλλά
από δυνατότητες ευρέος φάσματος» (σ.σ.: η τεχνικοφανής αοριστία για τη
δικαιολόγηση μίας πραγματικής πομφόλυγας), «που θα καταστήσουν το
Σύστημα Αεροπορικού Ελέγχου αποτελεσματικό τόσο στο σύγχρονο όσο και στο
μελλοντικό περιβάλλον των αεροπορικών επιχειρήσεων».
«Από τα προαναφερθέντα καθίσταται σαφές ότι δεν υφίσταται ούτε μπορεί
να διατυπωθεί (σ.σ.: Γιατί; Επειδή ορισμένοι είναι άσχετοι ή κινούνται
από ύποπτα κριτήρια;) επιχειρησιακή απαίτηση της Π.Α. για απόκτηση
«παθητικού συστήματος εντοπισμού στόχων».
Αυτή η εξωφρενική και εκτός πραγματικότητας απάντηση στους ερευνητές
προκάλεσε την άμεση αντίδρασή τους, η οποία εκφράσθηκε με μία
πεντασέλιδη επιστολή εντυπωσιακής σαφήνειας, ύφους, επιστημοσύνης,
ανάμεικτης με αισθήματα ανακουφίσεως για την απαλλαγή τους από την
επταετή περιπέτειά τους με το ΥΠΕΘΑ και ουχ ήττον διακριτικής ειρωνείας.
Τούτο, όταν καλεί τους εισηγητές της αποφάσεως αυτής να εξηγήσουν, όχι
στους επιστήμονες, αλλά ενώπιον πάσης αρμόδιας Αρχής, με ποιον τρόπο
συστήνουν, πέραν αυτόν της ομάδας των ερευνητών, να αντιμετωπισθεί ο
εντοπισμός απειλών όπως του F-15, του HARPY, ελικοπτέρων, να
υποκατασταθεί η λειτουργία των συμβατικών ραντάρ όταν αυτά τεθούν εκτός
ενεργείας, να διασφαλισθεί σαφής και διευκρινισμένη τακτική εικόνα σε
ένα υψηλού βαθμού περιβάλλον Η/Π κ.λπ.
Είναι κρίμα που η δημοσίευση της παραπάνω επιστολής δεν είναι δυνατή
λόγω χώρου, για να γίνει σαφέστερη η έκταση της εγκληματικής αυτής
αποφάσεως. Την επιστολή, όμως, εκτός από τη στρατιωτική ηγεσία έχουν ο
ΥΕΘΑ και η Επιτροπή Αμυνας και Εξωτερικών της Βουλής. Και εάν ο ΥΕΘΑ ή η
επιτροπή δεν παρέμβουν εγκαίρως, αναζητώντας τους ανεγκέφαλους
εισηγητές αυτής της αποφάσεως (σ.σ.: λόγω αποστρατείας τη χαρακτήρισε
ανώτατος αξιωματικός) και τα πραγματικά αίτια πίσω από αυτήν, και σε
κάθε περίπτωση την άμεση ανατροπή της, τότε θα είναι η σειρά του
πρωθυπουργού Α. Σαμαρά να παρέμβει.
εφημ.Δημοκρατία
Μάνος Ηλιάδης
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου