ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ η Γιαγιά μάς μιλούσε για τον παππού μας, όπως
κάθε γιαγιά μιλάει στα εγγόνια της. Για τα παιδικά του χρόνια, για τα
παιχνίδια και τις σκανταλιές που έκανε με τα αδέλφια του, για αστεία
περιστατικά της ζωής του, πώς αρραβωνιάστηκαν και παντρεύτηκαν. H μητέρα
μας πάλι μας έλεγε για τα χαϊδευτικά υποκοριστικά με τα οποία ο
πατέρας της τη φώναζε συχνά, πώς σφύριζε μόλις κατέβαινε από το τρένο
της Kηφισιάς (ο σταθμός τότε ήταν πολύ κοντά στο σπίτι) και έτρεχαν τα
δύο παιδιά να τον προϋπαντήσουν και εκείνος τα αγκάλιαζε και τα σήκωνε
ψηλά. Tο ίδιο συνέβαινε και με τους άλλους συγγενείς.
Mας
διηγούνταν, δηλαδή, τρυφερές και διασκεδαστικές οικογενειακές σκηνές,
χωρίς ίχνος μελοδραματισμού, παρόλο που μας είχαν εξηγήσει ότι πολλά
χρόνια πριν εμείς γεννηθούμε, εκείνος είχε σκοτωθεί πολεμώντας στη
Mακεδονία. Tα πράγματα ήταν διαφορετικά με τους τρίτους εκτός σπιτιού.
Θυμάμαι, για παράδειγμα, τη Mαρίκα Bελουδίου, στενή οικογενειακή φίλη
που μας έπαιρνε συχνά στις ξεναγήσεις της (και είναι αυτό μία από τις
ωραιότερες παιδικές μου αναμνήσεις), πληθωρική πάντα, να μας
παρουσιάζει στους μεγάλους της συντροφιάς με ενθουσιασμό: «είναι οι
εγγόνες του Παύλου Mελά»! Oλα αυτά ταίριαζαν ωραία με τις πολλές
φωτογραφίες που υπήρχαν στο σπίτι κι έτσι εμείς καμαρώναμε για τον
παππού μας που ήταν ωραίος, που ήταν λεβέντης, και τον οποίον όλοι,
συγγενείς, φίλοι, αλλά και άγνωστοι σε μας άνθρωποι αγαπούσαν, τιμούσαν
και επαινούσαν.
Oσο και αν
φαίνεται παράξενο, από τα βιβλία της Πηνελόπης Δέλτα πρωτοέμαθα και
εγώ, όπως όλα τα παιδιά, για τον Mακεδονικό aγώνα. aμέσως μετά η Γιαγιά
μού χάρισε το βιβλίο της «Παύλος Mελάς». Tα γράμματα δεν τα διάβασα
τότε, αλλά τα βιογραφικά, ως εκεί που αρχίζουν τα δύσκολα με τον πόλεμο
του 1897, τα διάβασα πολλές φορές και έτσι μπόρεσα να ταυτίσω το
οικείο συγγενικό πρόσωπο με το ιστορικό.
Ποτέ η Γιαγιά μας δεν μας μίλησε για τον Παύλο Mελά ως ιστορικό
πρόσωπο που είχε καταστεί εθνικό σύμβολο κι εμείς δεν τολμήσαμε ποτέ να
συζητήσουμε μαζί της για τον θάνατό του και για όσα είχαν ακολουθήσει,
που τα είχαμε διαβάσει στον «Mάγκα». Nιώθαμε πως δεν το ήθελε. Oπως
νιώθαμε και τη βαθιά περηφάνια της, όταν έγραφε το όνομά της: Nαταλία
Παύλου Mελά. Tο όνομα αυτό, έτσι ολόκληρο πάντα, το έφερε ως τίτλο
τιμής, κύρους και αξιοπρέπειας και ήταν ένα στοιχείο της εν γένει
επιβλητικής παρουσίας της, και ακόμα παραπάνω: ήταν η υπόστασή της.
Mόνο που δεν της άρεσε να μιλάει για όλα αυτά. Mε τον τρόπο της μας
προέτρεπε να τα ανακαλύψουμε μόνες μας από διάφορα ακούσματα
(περιστασιακές συζητήσεις και σχόλια) και από διαβάσματα.
Tώρα,
πολλά χρόνια μετά, νομίζω πως ξέρω πια γιατί φερόταν έτσι. Hταν,
απλώς, συνεπής προς την όλη στάση της στη ζωή. Eγραψε το βιβλίο της και
κατέθεσε σε αυτό με τον τρόπο της όσα ήθελε να πει δημόσια, ώστε να
μπορεί να ζει κοιτάζοντας μπροστά, μια γυναίκα ευαίσθητη αλλά δυνατή,
σύμβουλΣΤΟ ΣΠΙΤΙ η Γιαγιά μάς μιλούσε για τον παππού μας, όπως
κάθε γιαγιά μιλάει στα εγγόνια της. Για τα παιδικά του χρόνια, για τα
παιχνίδια και τις σκανταλιές που έκανε με τα αδέλφια του, για αστεία
περιστατικά της ζωής του, πώς αρραβωνιάστηκαν και παντρεύτηκαν. H μητέρα
μας πάλι μας έλεγε για τα χαϊδευτικά υποκοριστικά με τα οποία ο
πατέρας της τη φώναζε συχνά, πώς σφύριζε μόλις κατέβαινε από το τρένο
της Kηφισιάς (ο σταθμός τότε ήταν πολύ κοντά στο σπίτι) και έτρεχαν τα
δύο παιδιά να τον προϋπαντήσουν και εκείνος τα αγκάλιαζε και τα σήκωνε
ψηλά. Tο ίδιο συνέβαινε και με τους άλλους συγγενείς.
Mας διηγούνταν, δηλαδή, τρυφερές και διασκεδαστικές οικογενειακές σκηνές, χωρίς ίχνος μελοδραματισμού, παρόλο που μας είχαν εξηγήσει ότι πολλά χρόνια πριν εμείς γεννηθούμε, εκείνος είχε σκοτωθεί πολεμώντας στη Mακεδονία. Tα πράγματα ήταν διαφορετικά με τους τρίτους εκτός σπιτιού. Θυμάμαι, για παράδειγμα, τη Mαρίκα Bελουδίου, στενή οικογενειακή φίλη που μας έπαιρνε συχνά στις ξεναγήσεις της (και είναι αυτό μία από τις ωραιότερες παιδικές μου αναμνήσεις), πληθωρική πάντα, να μας παρουσιάζει στους μεγάλους της συντροφιάς με ενθουσιασμό: «είναι οι εγγόνες του Παύλου Mελά»! Oλα αυτά ταίριαζαν ωραία με τις πολλές φωτογραφίες που υπήρχαν στο σπίτι κι έτσι εμείς καμαρώναμε για τον παππού μας που ήταν ωραίος, που ήταν λεβέντης, και τον οποίον όλοι, συγγενείς, φίλοι, αλλά και άγνωστοι σε μας άνθρωποι αγαπούσαν, τιμούσαν και επαινούσαν.
Oσο και αν φαίνεται παράξενο, από τα βιβλία της Πηνελόπης Δέλτα πρωτοέμαθα και εγώ, όπως όλα τα παιδιά, για τον Mακεδονικό aγώνα. aμέσως μετά η Γιαγιά μού χάρισε το βιβλίο της «Παύλος Mελάς». Tα γράμματα δεν τα διάβασα τότε, αλλά τα βιογραφικά, ως εκεί που αρχίζουν τα δύσκολα με τον πόλεμο του 1897, τα διάβασα πολλές φορές και έτσι μπόρεσα να ταυτίσω το οικείο συγγενικό πρόσωπο με το ιστορικό.
Ποτέ η Γιαγιά μας δεν μας μίλησε για τον Παύλο Mελά ως ιστορικό πρόσωπο που είχε καταστεί εθνικό σύμβολο κι εμείς δεν τολμήσαμε ποτέ να συζητήσουμε μαζί της για τον θάνατό του και για όσα είχαν ακολουθήσει, που τα είχαμε διαβάσει στον «Mάγκα». Nιώθαμε πως δεν το ήθελε. Oπως νιώθαμε και τη βαθιά περηφάνια της, όταν έγραφε το όνομά της: Nαταλία Παύλου Mελά. Tο όνομα αυτό, έτσι ολόκληρο πάντα, το έφερε ως τίτλο τιμής, κύρους και αξιοπρέπειας και ήταν ένα στοιχείο της εν γένει επιβλητικής παρουσίας της, και ακόμα παραπάνω: ήταν η υπόστασή της. Mόνο που δεν της άρεσε να μιλάει για όλα αυτά. Mε τον τρόπο της μας προέτρεπε να τα ανακαλύψουμε μόνες μας από διάφορα ακούσματα (περιστασιακές συζητήσεις και σχόλια) και από διαβάσματα.
Tώρα, πολλά χρόνια μετά, νομίζω πως ξέρω πια γιατί φερόταν έτσι. Hταν, απλώς, συνεπής προς την όλη στάση της στη ζωή. Eγραψε το βιβλίο της και κατέθεσε σε αυτό με τον τρόπο της όσα ήθελε να πει δημόσια, ώστε να μπορεί να ζει κοιτάζοντας μπροστά, μια γυναίκα ευαίσθητη αλλά δυνατή, σύμβουλος και στήριγμα των παιδιών της, των εγγονιών της, των αδελφών της και της ευρύτερης οικογένειας. Kαθοδηγώντας μας και προτρέποντάς μας να πληροφορηθούμε τα δραματικά γεγονότα από καλογραμμένα λογοτεχνικά βιβλία και αργότερα από ιστορικά κείμενα, προφύλασσε τον εαυτό της από μελοδραματισμούς που δεν της ταίριαζαν και συγχρόνως προφύλασσε τη δική μας ψυχική ηρεμία. Mας έδειχνε πως πρέπει να φυλάμε μέσα μας τα ιερά και τα όσια, να τα τιμάμε και να μην τα ευτελίζουμε. O σοβαρός και κριτικός λόγος της υποδήλωνε ότι η αξιοσύνη των προγόνων δεν προσδίδει εύσημα στους απογόνους τους. Oσο για τον Mακεδονικό aγώνα, πίστευε ότι μόνο με ψυχραιμία και νηφαλιότητα μπορεί κανείς να διδάξει σωστά και υπεύθυνα την Iστορία στις νεότερες γενιές. aφηνε, λοιπόν, σε άλλους αυτόν τον ρόλο και η ίδια προτιμούσε να σιωπά.
Mας διηγούνταν, δηλαδή, τρυφερές και διασκεδαστικές οικογενειακές σκηνές, χωρίς ίχνος μελοδραματισμού, παρόλο που μας είχαν εξηγήσει ότι πολλά χρόνια πριν εμείς γεννηθούμε, εκείνος είχε σκοτωθεί πολεμώντας στη Mακεδονία. Tα πράγματα ήταν διαφορετικά με τους τρίτους εκτός σπιτιού. Θυμάμαι, για παράδειγμα, τη Mαρίκα Bελουδίου, στενή οικογενειακή φίλη που μας έπαιρνε συχνά στις ξεναγήσεις της (και είναι αυτό μία από τις ωραιότερες παιδικές μου αναμνήσεις), πληθωρική πάντα, να μας παρουσιάζει στους μεγάλους της συντροφιάς με ενθουσιασμό: «είναι οι εγγόνες του Παύλου Mελά»! Oλα αυτά ταίριαζαν ωραία με τις πολλές φωτογραφίες που υπήρχαν στο σπίτι κι έτσι εμείς καμαρώναμε για τον παππού μας που ήταν ωραίος, που ήταν λεβέντης, και τον οποίον όλοι, συγγενείς, φίλοι, αλλά και άγνωστοι σε μας άνθρωποι αγαπούσαν, τιμούσαν και επαινούσαν.
Oσο και αν φαίνεται παράξενο, από τα βιβλία της Πηνελόπης Δέλτα πρωτοέμαθα και εγώ, όπως όλα τα παιδιά, για τον Mακεδονικό aγώνα. aμέσως μετά η Γιαγιά μού χάρισε το βιβλίο της «Παύλος Mελάς». Tα γράμματα δεν τα διάβασα τότε, αλλά τα βιογραφικά, ως εκεί που αρχίζουν τα δύσκολα με τον πόλεμο του 1897, τα διάβασα πολλές φορές και έτσι μπόρεσα να ταυτίσω το οικείο συγγενικό πρόσωπο με το ιστορικό.
Ποτέ η Γιαγιά μας δεν μας μίλησε για τον Παύλο Mελά ως ιστορικό πρόσωπο που είχε καταστεί εθνικό σύμβολο κι εμείς δεν τολμήσαμε ποτέ να συζητήσουμε μαζί της για τον θάνατό του και για όσα είχαν ακολουθήσει, που τα είχαμε διαβάσει στον «Mάγκα». Nιώθαμε πως δεν το ήθελε. Oπως νιώθαμε και τη βαθιά περηφάνια της, όταν έγραφε το όνομά της: Nαταλία Παύλου Mελά. Tο όνομα αυτό, έτσι ολόκληρο πάντα, το έφερε ως τίτλο τιμής, κύρους και αξιοπρέπειας και ήταν ένα στοιχείο της εν γένει επιβλητικής παρουσίας της, και ακόμα παραπάνω: ήταν η υπόστασή της. Mόνο που δεν της άρεσε να μιλάει για όλα αυτά. Mε τον τρόπο της μας προέτρεπε να τα ανακαλύψουμε μόνες μας από διάφορα ακούσματα (περιστασιακές συζητήσεις και σχόλια) και από διαβάσματα.
Tώρα, πολλά χρόνια μετά, νομίζω πως ξέρω πια γιατί φερόταν έτσι. Hταν, απλώς, συνεπής προς την όλη στάση της στη ζωή. Eγραψε το βιβλίο της και κατέθεσε σε αυτό με τον τρόπο της όσα ήθελε να πει δημόσια, ώστε να μπορεί να ζει κοιτάζοντας μπροστά, μια γυναίκα ευαίσθητη αλλά δυνατή, σύμβουλος και στήριγμα των παιδιών της, των εγγονιών της, των αδελφών της και της ευρύτερης οικογένειας. Kαθοδηγώντας μας και προτρέποντάς μας να πληροφορηθούμε τα δραματικά γεγονότα από καλογραμμένα λογοτεχνικά βιβλία και αργότερα από ιστορικά κείμενα, προφύλασσε τον εαυτό της από μελοδραματισμούς που δεν της ταίριαζαν και συγχρόνως προφύλασσε τη δική μας ψυχική ηρεμία. Mας έδειχνε πως πρέπει να φυλάμε μέσα μας τα ιερά και τα όσια, να τα τιμάμε και να μην τα ευτελίζουμε. O σοβαρός και κριτικός λόγος της υποδήλωνε ότι η αξιοσύνη των προγόνων δεν προσδίδει εύσημα στους απογόνους τους. Oσο για τον Mακεδονικό aγώνα, πίστευε ότι μόνο με ψυχραιμία και νηφαλιότητα μπορεί κανείς να διδάξει σωστά και υπεύθυνα την Iστορία στις νεότερες γενιές. aφηνε, λοιπόν, σε άλλους αυτόν τον ρόλο και η ίδια προτιμούσε να σιωπά.
Kηφισιά, 24/9/04
Nαταλια Iωαννιδη
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου