Πέμπτη 16 Ιανουαρίου 2014

«Υπόθεση Γκαίρλιτς»: Μια ξεχασμένη πτυχή των ελληνογερμανικών σχέσεων

*Αξιωματικοί στην κεντρική πύλη του ελληνικού στρατοπέδου του Γκαίρλιτς

Γράφει ο Γεράσιμος Αλεξάτος


Tο καλοκαίρι του 1916- μεσούντος του Α' Παγκοσμίου Πολέμου- 7.000 Έλληνες στρατιώτες και αξιωματικοί του Δ' Σώματος Στρατού (με έδρα την Καβάλα), μεταφέρονται με 10 αμαξοστοιχίες στη μικρή αλλά ιστορική πόλη της πάλαι ποτέ πρωσικής επαρχίας της Σιλεσίας, το Γκαίρλιτς (Γκέρλιτς, Görlitz). 
Φθάνοντας εκεί ύστερα από ένα δραματικό ταξίδι 12 ημερών, οι εξουθενωμένοι και ανίδεοι έως τότε στρατιώτες γίνονται αντικείμενο μιας εντυπωσιακά οργανωμένης παλλαϊκής υποδοχής που δεν επρόκειτο να την ξεχάσουν σε όλη τους τη ζωή: στον σιδηροδρομικό σταθμό τούς ανέμεναν σύσσωμες οι πολιτικές και στρατιωτικές αρχές της πόλης με επικεφαλής τον υπασπιστή του Κάιζερ, στρατιωτικά αγήματα και μπάντες και χιλιάδες λαού, ενώ στην πύλη του ανακαινισμένου στρατοπέδου είχε αναρτηθεί στα ελληνικά μια μεγάλη επιγραφή: «ΧΑΙΡΕΤΕ». 

Τι είχε συμβεί το μοιραίο εκείνο καλοκαίρι στην Ανατολική Μακεδονία, τρία μόλις χρόνια μετά την απελευθέρωσή της, πριν από την αμαχητί σχεδόν εγκατάλειψή της στους συμμάχους των Γερμανών Βουλγάρους, μια πράξη αντίθετη με την έως τότε μαχητική παράδοση του στρατεύματος; 
*28 Σεπτεμβρίου 1916. Άφιξη στο Γκαίρλιτς του πρώτου συρμού με 427 στρατιώτες, 
22 αξιωματικούς, μερικές γυναίκες και παιδιά και 15 ορειβατικά πυροβόλα.
Στις 18 Αυγούστου βουλγαρικός στρατός, έχοντας εξασφαλίσει το πράσινο φως των Γερμανών συμμάχων του, εισέβαλε αιφνιδιαστικά στην περιοχή, με στόχο να περιορίσει-όπως διατεινόταν- τις κινήσεις των εχθρικών δυνάμεων του αντίπαλου στρατοπέδου, της Αντάντ, που από έτους ήδη είχαν εγκατασταθεί στην Κεντρική και Δυτική Μακεδονία με έδρα τη Θεσσαλονίκη. Στην Αθήνα την εποχή εκείνη, μετά την αποπομπή του εκλεγμένου πρωθυπουργού Ελευθέριου Βενιζέλου, που είχε ταχθεί υπέρ της συμμετοχής της χώρας στον πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ, στην εξουσία ήταν η φιλοβασιλική παράταξη, η οποία αντιθέτως προέκρινε την πολιτική της ευνοϊκής προς τη Γερμανία ουδετερότητας. Ήταν η απαρχή του Εθνικού Διχασμού. Μόλις λοιπόν, αμέσως μετά την εισβολή των Βουλγάρων, το Βερολίνο έδωσε στην Αθήνα επίσημες διαβεβαιώσεις περί σεβασμού της ελληνικής  κυριαρχίας και ακεραιότητας, το γερμανόφιλο κωνσταντινικό περιβάλλον καθησύχασε. Έτσι, το εγκατεστημένο στο ακριτικό τότε ανατολικό τμήμα της Μακεδονίας και αποκομμένο από την υπόλοιπη Ελλάδα Δ΄ Σώμα Στρατού, αποδυναμωμένο μετά την επιβληθείσα από την Αντάντ αποστράτευση και με απούσα όλη την ανώτατη ηγεσία του, διατάσσεται από το εθνικό κέντρο να μην προβάλει αντίσταση και εγκαταλείποντας αμαχητί τα συνοριακά οχυρά, να αποσυρθεί στις τρεις μεγαλύτερες πόλεις (Σέρρες, Δράμα και Καβάλα). Τα γεγονότα όμως δεν εξελίχθηκαν σύμφωνα με τις επιθυμίες των κυβερνώντων.
*Απόκομμα από την εφημερίδα των Ελλήνων του Γκαίρλιτς με αναφορά στην έκδοση βιβλίου του Λ. Κουκουλά. Από το αρχείο του Δημοσθένη Κούκουνα

Από την πρώτη στιγμή έγινε με οδυνηρό τρόπο αντιληπτό τόσο από τους κατοίκους όσο και τους υπερασπιστές της περιοχής, ότι ο πραγματικός στόχος των εισβολέων δεν ήταν άλλος από την αιχμαλωσία του στρατού και την εκδίωξη του ελληνικού πληθυσμού. Ο ασκών χρέη διοικητού του Σώματος συνταγματάρχης Χατζόπουλος, με καθημερινές δραματικές εκκλήσεις προς το κέντρο, αναζητούσε απεγνωσμένα τρόπους για να οργανώσει εκ των ενόντων την άμυνα και να εξασφαλίσει τρόφιμα στους στρατιώτες και τους κατοίκους που εγκατέλειπαν πανικόβλητοι τις εστίες τους. Η Αθήνα όμως κώφευε προκλητικά.

Η κατάσταση εν τω μεταξύ διαρκώς χειροτέρευε και ο κλοιός γύρω από την Καβάλα έσφιγγε ασφυκτικά. Οι Γερμανοί- μετά την αλλαγή της στρατιωτικής ηγεσίας τους- αναθεώρησαν τη στάση τους και ξεχνώντας τις προ τριών μόλις εβδομάδων παρασχεθείσες εγγυήσεις, πίεζαν τώρα αφόρητα τον Χατζόπουλο, κυριολεκτικά με το πιστόλι στον κρόταφο, να εγκαταλείψει την πόλη. Τότε ο Έλληνας διοικητής, που μετά την κατάσχεση και του τελευταίου ασυρμάτου είχε αποκοπεί πλήρως από την Αθήνα, απευθύνθηκε αυτοβούλως στον Γερμανό αρχιστράτηγο Χίντενμπουργκ, ζητώντας- προκειμένου να αποφευχθεί την τελευταία στιγμή η επώδυνη βουλγαρική αιχμαλωσία- τη μεταφορά του στρατεύματος μαζί με τον οπλισμό του στη Γερμανία, όπου και θα παρέμενε ως ουδέτερο μέχρι το τέλος του πολέμου. 
*Στην ουρά για συσσίτιο (καρτ ποστάλ)


Ταυτόχρονα επικοινώνησε και με τους Αγγλογάλλους ζητώντας την παράδοση στους Συμμάχους, θέτοντας όμως ως προϋπόθεση- καθότι φιλομοναρχικός ο ίδιος- να μεταφερθούν οι μονάδες του σε λιμάνι της υπό κωνσταντινικό έλεγχο Παλαιάς Ελλάδας, καθώς τις ημέρες εκείνες είχε ξεσπάσει στη Θεσσαλονίκη το φιλοβενιζελικό κίνημα της Εθνικής Αμύνης. Και ενώ το ίδιο εκείνο βράδυ οι μονάδες ήταν παραταγμένες στο λιμάνι της Καβάλας έχοντας εντολή επιβίβασης στα βρετανικά πλοία, την τελευταία στιγμή η επιχείρηση ματαιώθηκε, εξ αιτίας της επιμονής του Βρετανού πλοιάρχου να επιτρέπει την αναχώρηση μόνο σε βενιζελικούς εθελοντές του κινήματος της Θεσσαλονίκης. Ο Χατζόπουλος, ευρισκόμενος μπροστά στο δίλημμα να προσχωρήσει παρά τη θέλησή του στο κίνημα της Θεσσαλονίκης ή να παραδοθεί στους Γερμανούς, με ευνοϊκούς έστω όρους, προτίμησε το δεύτερο. 
Οι Γερμανοί εντωμεταξύ είχαν αποδεχτεί ασμένως το αίτημα του Χατζόπουλου, καθώς τους παρείχε ένα πρώτης τάξεως πλεονέκτημα στον αμείλικτο πόλεμο της προπαγάνδας:  Μπορούσαν, τελείως ανέλπιστα, να εμφανίσουν τον εξαναγκασμό σε παράδοση ενός ουδέτερου στρατεύματος- και μάλιστα με φιλικώς προς τη Γερμανία προσκείμενη ηγεσία- ως γενναιόδωρη παραχώρηση «προστασίας» και «φιλοξενίας». Οι απειλές και οι εκβιασμοί για βουλγαρικό «πυρ εναντίον της Καβάλας» (Χίντενμπουργκ) είχαν ξεχαστεί και ο επιτελάρχης Λούντεντορφ έδινε εντολή για επίσημη και πάνδημη υποδοχή.
Και ενώ οι 7000 στρατιωτικοί του Δ΄Σώματος μεταφέρονταν εκόντες άκοντες στο στρατόπεδο του Γκαίρλιτς στη Γερμανία- με το πρωτοφανές στα χρονικά στάτους του «αιχμάλωτου- φιλοξενούμενου»- οι κάτοικοι της Ανατολικής Μακεδονίας, όσοι δεν είχαν προλάβει να διαφύγουν με δικά τους μέσα στη Θάσο, εγκαταλείπονταν ανυπεράσπιστοι στο έλεος του εισβολέα. Για τα επόμενα δύο χρόνια θα είναι τα μεγάλα τραγικά θύματα της σωρείας των θλιβερών αποφάσεων των τότε κυβερνώντων. Παρά τις αρχικές προσπάθειες των Γερμανών- κυρίως των πραγματικών φιλελλήνων- να εμφανιστεί η παραμονή των Ελλήνων στη Γερμανία ως πράξη «φιλοξενίας», δεν έπαυσε ποτέ να αποτελεί έν είδος ιδιότυπης αιχμαλωσίας, καθώς σε κανέναν απολύτως και για οιονδήποτε λόγο δεν επετράπη να εγκαταλείψει το γερμανικό έδαφος καθ' όλη τη διάρκεια του πολέμου. 
*Μωσαϊκό λαών στην Στρατιά της Ανατολής του στρατηγού Σαράιγ στη Θεσσαλονίκη
 

Εάν εξαιρέσουμε τη μερίδα των φιλοβασιλικών και γερμανόφιλων αξιωματικών, που απολάμβανε πράγματι προνόμια (γιατί η μειονότητα των βενιζελικών αξιωματικών υπέστη στη Γερμανία άγριες διώξεις), οι στρατιώτες, σχεδόν στο σύνολό τους, υπέφεραν επί μακρόν το μαρτύριο των στερήσεων, της ελλιπούς διατροφής και του αφόρητου κρύου στις παράγκες του στρατοπέδου, με αποτέλεσμα να χάσουν τη ζωή τους 400 περίπου άτομα, τα περισσότερα από φυματίωση.

Η τύχη το έφερε η άφιξη των χιλιάδων στρατευμένων να είναι η πρώτη στην ιστορία μαζική συνάντηση Ελλήνων και Γερμανών επί γερμανικού εδάφους, μια προσέγγιση με πολλαπλές και αντιφατικές συνέπειες. Έτσι αξιοπρόσεκτες ήταν οι παρεμβάσεις πολλών κορυφαίων Γερμανών καθηγητών στο στρατόπεδο, που επιδίωκαν να αξιοποιήσουν τη μαζική παρουσία Ελλήνων από όλα τα κοινωνικά στρώματα και από όλον τον τότε ελληνικό κόσμο, για τη διενέργεια μελετών, ερευνών και ηχογραφήσεων (μεταξύ αυτών και η πρώτη καταγραφή μπουζουκιού παγκοσμίως τον Ιούλιο του 1917), που σήμερα μόλις βγαίνουν σταδιακά στο φως προκαλώντας επιστημονικό και ευρύτερο ενδιαφέρον. «Ο πόλεμος έφερε την Ελλάδα αιφνίδια και ορμητικά στο επίκεντρο του γερμανικού ενδιαφέροντος», διαπίστωνε ο διάσημος βυζαντινολόγος Χάιζενμπεργκ, πυροδοτώντας την αναβίωση ενός- βραχύβιου έστω- κλίματος φιλελληνισμού, έναν πραγματικό «μήνα του μέλιτος» στις ελληνογερμανικές σχέσεις. 
Αξιόλογη ήταν επίσης η πνευματική και πολιτιστική δράση πολλών Ελλήνων αιχμαλώτων καλλιτεχνών και διανοουμένων, όπως του αργότερα σπουδαίου θεατρικού συγγραφέα Βασίλη Ρώτα, του λογοτέχνη Λέοντα Κουκούλα και του διακεκριμένου ζωγράφου Παύλου Ροδοκανάκη. Στο Γκαίρλιτς έδωσαν τα πρώτα δείγματα γραφής της τέχνης τους, δεχόμενοι ταυτόχρονα πολλαπλές επιρροές και επιδράσεις. Σημείο αναφοράς και συνάντησης: Η μικρή καθημερινή ελληνική εφημερίδα «Τα Νέα του Γκαίρλιτς» αρχικά, τα «Ελληνικά Φύλλα» στη συνέχεια. 

*Ο υπολοχαγός Βασίλης Ρώτας στο Γκαίρλιτς


Αμέτρητα ήταν τα νήματα που συνέδεσαν τότε τους δύο λαούς με εκατοντάδες μικτούς γάμους και αρραβώνες, γεγονός που προκάλεσε μεγάλες αντιζηλίες ακόμα και συγκρούσεις, ενώ δεν έλειψαν και οι προσπάθειες χρησιμοποίησης του ελληνικού στρατεύματος εκ μέρους του εξόριστου στην Ελβετία βασιλέα (από τον Ιούνιο του 1917 και μετά) για την επίτευξη πολιτικών και στρατιωτικών στόχων στο Μακεδονικό Μέτωπο και στην χωρισμένη τότε στα δύο και αλληλοσπαρασσόμενη Ελλάδα
Η κατάσταση έφτασε στο απροχώρητο, όταν μετά την ανακωχή (Νοέμβριος του 1918) οι βασιλικοί αξιωματικοί, φοβούμενοι αντίποινα, αρνήθηκαν να επιστρέψει το Σώμα στη βενιζελική Ελλάδα. Αυτό έδωσε το έναυσμα στους απελπισμένους στρατιώτες να πάρουν οι ίδιοι τα πράγματα του στρατοπέδου στα χέρια τους και να συμμετέχουν αθρόα- σύμφωνα με το πνεύμα της εποχής- στη γερμανική επανάσταση των Σπαρτακιστών (Ρόζα Λούξεμπουργκ), με αίτημα την άμεση επιστροφή στην πατρίδα. Μετά την- εν μέρει αιματηρή- αποτυχία της εξέγερσής τους, δραπέτευσαν άτακτα με κάθε μέσο και επέστρεψαν κατά ομάδες, ύστερα από αφάνταστες ταλαιπωρίες δύο μηνών και με πολλά επί πλέον θύματα. Υπήρξαν οικογένειες, που εφτά ολόκληρα χρόνια μετά το τέλος του πολέμου έψαχναν απεγνωσμένα με αγγελίες στη Γερμανία τα στρατευμένα παιδιά τους.
 
*Η ελληνική εφημερίδα του Γκαίρλιτς


Όμως η «Οδύσσεια» των αιχμαλώτων του Γκαίρλιτς δεν σταμάτησε εκεί. Μετά την πολυπόθητη επιστροφή, την εποχή εκείνη του μίσους και των πολιτικών παθών, υπέστησαν διώξεις εκ μέρους των βενιζελικών αρχών, τη χλεύη και την άδικη κατηγορία της προδοσίας. 
Υπήρξαν μέχρι και θανατικές καταδίκες αξιωματικών, οι οποίες όμως, ενόψει των εκλογών του 1920, δεν εκτελέστηκαν.  
Στις πραγματικές του διαστάσεις θα θέσει το θέμα, δέκα χρόνια μετά τα συμβάντα, ένας από ταλαιπωρηθέντες στη Γερμανία βενιζελικούς, ο κατοπινός στρατηγός και βουλευτής των Φιλελευθέρων Φλωριάς. Απαντώντας σε επιστολή, που τον κατηγορούσε ότι προτίμησε τότε (το 1916) την αιχμαλωσία στη Γερμανία παρά τη διαφυγή στη Θεσσαλονίκη, σημείωνε:
*Αντιβενιζελικό σχόλιο στην εφημερίδα των Ελλήνων  του Γκαίρλιτς. 
Αρχείο Δημοσθένη Κούκουνα


«Ευχαριστώ (τον ανώνυμο επιστολογράφο) για το όψιμο ενδιαφέρον του υπέρ του κινήματος της Θεσσαλονίκης... Οφείλει όμως να γνωρίζη ότι το Σώμα παρεδόθη και έπειτα εις το Βελιγράδι (καθ‘ οδόν προς το Γκαίρλιτς), εκεί δια πρώτην φοράν, εμάθαμεν ότι εξερράγη το Κίνημα...Δυνάμεθα αβιάστως να είπομεν ότι το εν Καβάλα Δ΄ΣΣ, άξιον πολύ καλυτέρας τύχης, υπήρξε και τούτο θύμα της ατασθαλίας των τότε κυβερνόντων την χώραν, όπως έπεσαν θύματα και οι κάτοικοι της Ανατολικής Μακεδονίας απάσης». 
Κατά μια παράδοξη ιστορική σύμπτωση, τριάντα περίπου χρόνια αργότερα, τα τραγικά γεγονότα επαναλήφθηκαν. 14.000 πολιτικοί πρόσφυγες, μετά το τέλος του Εμφυλίου Πολέμου στην Ελλάδα (1949), κατέφυγαν στη ίδια ακριβώς πόλη. Το Γκαίρλιτς εν τω μεταξύ είχε διχοτομηθεί (1945), με σύνορο τον ποταμό Νάισε που διασχίζει την πόλη, και οι ανατολικές συνοικίες του είχαν παραχωρηθεί στην Πολωνία με το όνομα Ζγκοζέλετς (Zgorzelec). Έτσι στη χωρισμένη στα δύο πόλη, βρέθηκαν Έλληνες διαφορετικών γενεών-θύματα των δύο μεγάλων συρράξεων του 20ου αιώνα- που για πολλά χρόνια ούτε καν θα υποψιάζονται την ύπαρξη συμπατριωτών τους στην απέναντι όχθη.

*Το σύντομο ιστορικό της περιπέτειας του Γκαίρλιτς βασίζεται στο βιβλίο του Γεράσιμου Αλεξάτου «Οι Έλληνες του Γκαίρλιτς 1916-1919», εκδόσεις Αδελφών Κυριακίδη, 2010, υποψήφιο για κρατικό βραβείο λογοτεχνίας 2011.

sitalkisking

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου