Κυριακή 1 Σεπτεμβρίου 2013

1, 2, 3 και 4 Σεπτεμβρίου 1922 ''Η Σμύρνη σβήστηκε από τον χάρτη''



ΤΟ ΟΛΟΚΑΥΤΩΜΑ
«New York Times: Η Σμύρνη σβήστηκε από τον χάρτη»
Φτάνουμε πια στο Κορδελιό. Κοιτάμε πια από αντίκρυ τη Σμύρνη που καίγεται. Να, πήρε φωτιά το ξενοδοχείο Κρέμερ… Η Ρεζί… Το Γαλλικό Προξενείο… Το θέατρο… [Φωτιάδης, σ. 202].  Καμία ελπίδα δεν απόμεινε πια για μας. Το Πρακτορείο Διαβατηρίων (Passeport), που ήταν ολόκληρη σειρά από συνεχόμενα κτίρια απέναντι από την Προκυμαία, έχει μετατραπεί σε σωρό στάχτης μέσα σε μια ώρα. Όλα τα μεγαλοπρεπή κτίρια μέσα στην προκυμαία, η επιβλητική εταιρεία Οριένταλ Κάρπετ, το Σπόρτιννγκ Κλαμπ, το Θέατρο της Σμύρνης, το Κραίμερ Πάλας και άλλα θαυμάσια κτίρια γίνονται σε μερικές ώρες παρανάλωμα του πυρός. Το δυνατό μπουμπουνητό, το ανατριχιαστικό τράνταγμα που προκαλείται από την κατάρρευση των γυμνών τοίχων επεκτείνεται παντού [Χατζεριάν, σ. 101].

Τρεις ημέρες και τρεις νύχτες ο ουρανός είχε βαφτεί κόκκινος. Μέχρι τον Μπουρνόβα έφτανε εκείνο το τρομερό βουητό της φωτιάς, ο καπνός της που μύριζε θάνατο… Για τρεις ημέρες θαρρούσαμε πως δεν υπήρχε νύχτα… Διάφορες ειδήσεις έφταναν ως εμάς… Ότι η προκυμαία είχε γίνει στάχτη, ότι από τον Φραγκομαχαλά δεν είχε απομείνει τίποτα, ως και η θάλασσα καιγόταν λέγανε… Είχαν καεί και οι ξένες προσβείες, και οι κινηματογράφοι, και τα θέατρα… κι οι τράπεζες, τα εμπορικά κέντρα, τα λουτρά… οι λέσχες των ξένων, τα κέντρα διασκέδασής τους… Τα περίφημα κτίρια, όλα, όλα, είχανε γίνει στάχτη… [Μεχμέτ Τζοράλ, σ. 99]


Για τέσσερις ολόκληρες ημέρες ουρανομήκεις φλόγες δεσπόζουν πάνω από τη Σμύρνη και οι τουρκικές αρχές δεν καταβάλλουν καμία προσπάθεια για την κατάσβεσή τους. Η φωτιά διήρκεσε μέχρι τις 4 Σεπτεμβρίου και αποτέφρωσε τέσσερα εκατομμύρια στρέμματα, κατασπάραξε 65 γειτονιές, 46 εκκλησίες, 55.000 σπίτια (43.000 ελληνικά, 10.000 αρμένικα και 2.000 ξένων υπηκόων) και 5.000 μαγαζιά.

ΙΩΝΙΚΟΝ
Γιατί τα σπάσαμε τα’ αγάλματά των,
γιατί τους διώξαμε απ’ τους ναούς των,
διόλου δεν πέθαναν γι’ αυτό οι θεοί.
Ω γη της Ιωνίας, σένα αγαπούν ακόμη,
σένα η ψυχές των ενθυμούνται ακόμη.
Σαν ξημερώνει επάνω σου πρωί αυγουστιάτικο
την ατμοσφαίρα σου περνά σφρίγος απ' την ζωή των
και κάποτ' αιθέρια εφηβική μορφή,
αόριστη, με διάβα γρήγορο,
επάνω από τους λόφους σου περνά.
Κωνσταντίνος Καβάφης


Υπολογίζεται ότι τις ημέρες της πυρκαγιάς, παρά τις μερικές χιλιάδες προσφύγων που είχαν καταφέρει να διασωθούν πάνω στα πλοία των ξένων δυνάμεων ή με κάποιο άλλο πλωτό μέσο, τις συστηματικές δολοφονίες και τους πνιγμούς, στην προκυμαία συνέχιζαν να βρίσκονται πάνω από μισό εκατομμύριο απελπισμένοι άνθρωποι, χωρίς καμία απολύτως δυνατότητα διαφυγής. Τα στρατεύματα είχαν σχηματίσει κλοιό γύρω από την πόλη ώστε οι πρόσφυγες να παραμείνουν μέσα στην καιόμενη περιοχή. Τα πλήθη που έτρεχαν να διαφύγουν πυροβολούνταν ανελέητα και αναγκάζονταν να επιστρέψουν. Πολλοί είχαν παραφρονήσει από την πείνα και τη δίψα. Ο κόλπος της Σμύρνης είχε πλέον κορεστεί από τουμπανιασμένα πτώματα και ανθρώπινα μέλη. Ο Γ. Τσουμπαριώτης τόλμησε να βγει από την κρυψώνα του στο νεκροταφείο και να φθάσει στην προκυμαία: «Η θάλασσα ήταν γεμάτη ανθρώπινα σώματα. Υπήρχαν τόσα πολλά, που αν έπεφτες στο νερό δεν θα βούλιαζες, επειδή όλα αυτά τα σώματα θα σε κρατούσαν στην επιφάνεια. Και έβλεπες τις πρησμένες κοιλιές των πτωμάτων να ξεπροβάλλουν πάνω από την επιφάνεια του νερού» [Μίλτον: 2008, σ. 375]. Και όμως, δεκάδες Τουρκόπουλα, με μαντήλια στο πρόσωπο για να μην εισπνέουν τη δυσωδία, κολυμπούσαν ανάμεσα στα πτώματα, προσπαθώντας να αποσπάσουν κάποιο κόσμημα…

Βρισκόμαστε ανάμεσα σε τρία θανάσιμα στοιχεία: τη φωτιά, το ξίφος και τη θάλασσα. Η κατάστασή μας είναι απελπιστική. Δεν υπάρχει πια τρόπος να αποφύγουμε την καταστροφή, έχουμε χάσει κάθε ελπίδα. Η φωτιά, οι πυροβολισμοί και τα ρόπαλα των Τούρκων έχουν στριμώξει το πλήθος των χριστιανών από τρεις πλευρές […] Πάνω στα ξένα επιβατικά πλοία και στα πολεμικά, που είναι αγκυροβολημένα κοντά στην ακτή, μπορούμε να διακρίνουμε κινηματογραφικό εξοπλισμό, τον οποίο έχουν στρέψει προς το μέρος μας, για να γυρίσουν ταινίες που παρουσιάζουν το μαρτύριό μας. Αυτοί οι κινηματογραφιστές και οι πανευτυχείς συνάδελφοί τους είναι απλοί παρατηρητές των βασάνων μας. Απωθούν ακόμα και εκείνους που τους πλησιάζουν, είτε κολυμπώντας είτε κωπηλατώντας, για να ζητήσουν καταφύγιο στα πλοία τους, μόνο και μόνο για να επιδείξουν την πολιτική τους ουδετερότητα [Χατζεριάν: 2008, σ. 103-4].

 Από την πυρκαγιά η προκυμαία είχε πλέον υπερθερμανθεί, ενώ μεγάλα σύννεφα καπνού και η μυρωδιά της καμένης σάρκας πνίγουν τους πρόσφυγες. Ακόμα και πλοία που είχαν αγκυροβολήσει κοντά στην ακτή αναγκάζονταν να απομακρυνθούν, από τον φόβο μήπως αναφλεγούν τα εύφλεκτα υλικά τους από την υπερθέρμανση. Πολλές οικογένειες χριστιανών επέστρεψαν στην πυρπολημένη πόλη και βρήκαν καταφύγιο μέσα σε οικογενειακούς τάφους των μεγάλων ελληνικών νεκροταφείων, και παρέμειναν εκεί για τις επόμενες δυο τρεις ημέρες!
Εκεί, υπό τους θόλους του Ναού, μέσα εις το σκότος της οστεοθήκης, ή, ακόμα, και την σιωπήν των τάφων και κάτω από το μελαγχολικόν θρόημα των κυπαρισσιών, κατέφευγεν η καταδιωγμένη από το εκδικητικό και κορανικό πάθος των Τούρκων Ρωμηοσύνη. [Μιχαήλ Αργυρόπουλος]

Σπάζουν την καγκελένια πόρτα του και ξεχύνονται μέσα στο κοιμητήριο χιλιάδες. Η κάθε οικογένεια αναζητά έναν άνετο τάφο. Τον περιτριγυρίζει, κάθεται ολόγυρα κάπως να ξαποστάσει. Μα οι Τούρκοι τους παίρνουν μυρωδιά, μπαίνουν μέσα, ληστεύουν, κι αρπάζουν κορίτσια να τα βιάσουν. Οι ζωντανοί, όμως, μη μπορώντας σε τίποτα άλλο πια να ελπίζουν, πιστεύουν πως οι νεκροί κάπως θα τους προστατέψουν. Ανασηκώνουν τις ταφόπετρες και χώνουν μέσα στα μνημούρια τα κορίτσια τους και τα πιο νέα αγόρια τους. Τη νύχτα τα βγάζουν να πάρουν λίγο αέρα. Τι τρώγανε; Σύναζαν χόρτα φυτρωμένα πάνω και ολόγυρα στους τάφους, παίρνανε από κάποιο κοντινό χαντάκι βρώμικο νερό, σπάζανε τα νεκροσέντουκα, ανάβανε φωτιές και βράζανε τα χόρτα. [Δημήτρης Φωτιάδης]

Αναγκάστηκαν να καταφύγουν στο πρώτο νεκροταφείο, που ήταν το μεγαλύτερο της Σμύρνης. Μα το βρήκαν γεμάτο κόσμο. Μάνες με μωρά στην αγκαλιά που έκλαιγαν σπαρακτικά γιατί πεινούσαν, κορίτσια ντυμένα σαν γριές, άντρες ηλικιωμένοι, παιδιά, γριούλες, όλοι με τη σφραγίδα του τρόμου και της απόγνωσης στο πρόσωπο, τριγυρνούσαν σαν τους βρικόλακες ανάμεσα στους μαρμάρινους τάφους, κι όποιος προλάβαινε,, έπιανε θέση μέσα σε αυτούς. [Βασιλική Ράλλη]

Κρύφτηκαν δυο μέρες μέσα σ’ ένα τάφο, στο νεκροταφείο, δίπλα στον Πανιώνιο. Μια μέρα τόλμησε και βγήκε από τον τάφο και κανείς μας δεν τον ξανάδε πια. Έτσι έχασε τη ζωή του ο παλιοελλαδίτης θείος μου, που τόσο τον αγάπησα γιατί στο πρόσωπό του έβλεπα τον Ελευθερωτή.
[Μανόλη Μεγαλοκονόμος]

Η προκυμαία ήταν μια μικρογραφία της Κόλασης. Χιλιάδες, ίσως και δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι, ξεριζωμένοι από την ενδοχώρα της Σμύρνης και από τα βάθη της Μικρασίας, με αμάξια,  με μπόγους στη ράχη, με μπαούλα στα χέρια και με όσα από τα πράγματά τους είχαν μπορέσει να πάρουν μαζί, παράβγαιναν μεταξύ τους ποιος θα μπορέσει να βρει ένα πλεούμενο να τον πάει σε κανένα νησί κοντά στην ηπειρωτική Ελλάδα… [Μεχμέτ Τζοράλ, σ. 301]

Οι εναγώνιες προσπάθειες των προσφύγων να επιβιβασθούν σε ένα πλοίο συνεχίζονται: απεγνωσμένοι έπεφταν στη θάλασσα και, κολυμπώντας ανάμεσα στα πτώματα, προσπαθούσαν να προσεγγίσουν τα συμμαχικά σκάφη σκαρφαλώνοντας από τις άγκυρες ή τις ανεμόσκαλες, υπερφορτωμένες βάρκες βούλιαζαν μέσα στο λιμάνι, ενώ οι ξένες δυνάμεις, εκτός από κάποιες μεμονωμένα δείγματα ευαισθησίας, στο όνομα της «ουδετερότητας» των χωρών τους, άφηναν τη βία να συνεχιστεί.
Το βράδυ, το μαρτύριο των προσφύγων που παρέμεναν στην προκυμαία συνεχιζόταν εφιαλτικό. Στους πρόσφυγες επιτίθονταν συστηματικά ληστές και βιαστές, οπλισμένοι με ξιφολόγχες και ρόπαλα, ζητώντας συνεχώς χρήματα και χρυσαφικά: Τσικάρ παρά! (Δώστε μας λεφτά). Γκιαούρ, βερ παρά, τσικάρ παρά, παρά ιστιόρ! Λεφτά, λεφτά, λεφτά... Ο Αμερικανός υποπρόξενος Μέυναρντ Μπαρνς βγήκε στην ξηρά και είδε πέντε διαφορετικές ομάδες Τούρκων, οπλισμένων με αιματοβαμμένα ρόπαλα, να περιπολούν ανάμεσα στο πλήθος, αναζητώντας τη λεία τους [Μίλτον: 2008, σ. 372].

Ο Έρνεστ Χέμινγουεϊ κάλυψε την Καταστροφή ως ανταποκριτής της εφημερίδας «Toronto Star». Στο διήγημά του «Στην προκυμαία της Σμύρνης» μεταφέρει εικόνες από τις νύχτες αυτές:
Είπε ότι το πιο παράξενο απ’ όλα ήταν ο τρόπος που ούρλιαζαν τις νύχτες… «Ήμασταν αγκυροβολημένοι στο λιμάνι κι εκείνοι στην προκυμαία, και γύρω στα μεσάνυχτα άρχισαν να ουρλιάζουν. Δεν ξέρω γιατί ούρλιαζαν αυτή την ώρα. Τότε στρέφαμε καταπάνω τους τον προβολέα του πλοίου, για να τους καλμάρουμε και να τους κάνουμε να σωπάσουν. Το κόλπο έπιανε πάντα».
 
Η μικρασιάτισσα Φιλιώ Χαϊδεμένου συνεχίζει τη αφήγηση του Χέμινγουεϊ:
Χιλιάδες κόσμος, απελπισμένος και εξαθλιωμένος, με μάτια άδεια απ’ τα όσα είχαμε δει και την ψυχή ματωμένη απ’ τον πόνο της απώλειας των αγαπημένων μας. Κάρα άδειαζαν πεθαμένους δίπλα μας, όπου έβρισκαν. Το βράδυ, όταν οι Τούρκοι άρχιζαν να βιάζουν και να κακοποιούν όποια γυναίκα έβρισκαν, οι Αμερικανοί άναψαν τους προβολείς των πλοίων και τους έριξαν πάνω μας, για να σταματήσει κάπως το κακό.

Τα συμμαχικά πλοία, υπερφορτωμένα πλέον, άρχισαν να αναχωρούν για τα νησιά του Αιγαίου, τη Θεσσαλονίκη και τον Πειραιά. Και ο Νουρεντίν Πασάς εξέδωσε διάταγμα, στο οποίο έδωσε προθεσμία δύο εβδομάδων για την αναχώρηση του χριστιανικού πληθυσμού. Όποιος πρόσφυγας εξακολουθούσε να παρευρίσκεται στη Σμύρνη μετά τις 18 Σεπτεμβρίου θα εκτοπιζόταν στην Ανατολία. Οι άνδρες, όμως, μεταξύ 18 και 45 ετών θα παρέμεναν αιχμάλωτοι έως το τέλος των εχθροπραξιών. Αν και υποτίθεται ότι έδωσαν και στους άνδρες διορία 15 ημερών για να εγκαταλείψουν τη Μικρασία, στην πραγματικότητα οι εκτοπίσεις άρχισαν αμέσως. Οι πορείες προς το εσωτερικό της χώρας, ήταν ασύλληπτα βάναυσες και, όπως είχε συμβεί και στις αντίστοιχες πορείες εκτόπισης των Αρμενίων πριν από επτά χρόνια, το 1915, οι περισσότεροι κρατούμενοι πέθαιναν μαρτυρικά…
 πηγές
  1. George Horton, Η μάστιγα της Ασίας, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», Αθήνα, 2007
  2. Γκάιλς Μίλτον, Χαμένος Παράδεισος. Σμύρνη 1922. Η καταστροφή της μητρόπολης του μικρασιατικού Ελληνισμού, μτφρ. Αλ. Καλοφωλιάς, Μίνωας, Αθήνα, 2008
  3. Δημήτρης Φωτιάδης, Σαγγάριος: Εποποιία και Καταστροφή στη Μικρά Ασία, Δημοσιογραφικός Οργανισμός Λαμπράκη, Αθήνα, 2011
  4. Καραμπέτ Χατζεριάν, Στη Σμύρνη το 1922. Μεταξύ πυρός, ξίφους και θαλάσσης, μτφρ. Ν. Πρωτοπαπάς, Πατάκης, Αθήνα, 2008
  5. Ανδρονίκη Χρυσάφη  Ιστορικός

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου