«Όποιος ξεχνάει το παρελθόν είναι υποχρεωμένος να το ξαναζήσει».
Ο Λορέντζος
Μαβίλης γεννήθηκε στις 6 Σεπτεμβρίου
1860 στην Ιθάκη, όπου ο πατέρας του
υπηρετούσε ως πρόεδρος των δικαστηρίων
της Ιονίου Πολιτείας. Ο παππούς του
ποιητή Δον Λορέντζο Μαβίλης, Ισπανός
στην καταγωγή, πρόξενος της πατρίδας
του στην Κέρκυρα, παντρεύτηκε Κερκυραία
κι εγκαταστάθηκε εκεί. Η μητέρα του
ποιητή ήταν επίσης Κερκυραία και
ονομαζόταν Ιωάννα Καποδίστρια – Σούφη.
Ο ποιητής πήγε Γυμνάσιο στο
εκπαιδευτήριο «Καποδίστριας» κι
είχε δάσκαλο τον Ιωάννη Ρωμανό ο οποίος
τον σύστησε στην Αναγνωστική Εταιρεία,
που σύχναζαν όλοι οι άνθρωποι των
γραμμάτων κι εκεί γνώρισε τον Ιάκωβο
Πολυλά, εκδότη του Διονυσίου Σολωμού.
Το 1878 γράφτηκε στην φιλοσοφική σχολή
του Πανεπιστημίου Αθηνών, την οποία
εγκατέλειψε ένα χρόνο αργότερα, για να
σπουδάσει στην Γερμανία φιλολογία,
γλωσσολογία και φιλοσοφία. Το 1890
αναγορεύτηκε διδάκτωρ της φιλοσοφίας
του Πανεπιστημίου του Έρλαγκεν της
Βαυαρίας.
Ο ποιητής Μαβίλης, εκτός
από μερικά ποιήματα που δημοσίευσε σε
περιοδικά της εποχής, δεν εξέδωσε καμία
ποιητική συλλογή όσο ζούσε.
Τα άπαντά του τα κυκλοφόρησε ο φίλος του Κωνσταντίνος Θεοτόκης το 1915 στην Αλεξάνδρεια. Η μετριοφροσύνη κι η σεμνότητα ήταν τα κύρια χαρακτηριστικά του Μαβίλη, όσον αφορά το έργο του. Συχνά έστελνε στίχους του στον Παλαμά με την υποσημείωση για το συρτάρι σου!
Ο Γρηγόριος Ξενόπουλος εύστοχα παρατήρησε πως ο Μαβίλης στάθηκε ένας απ’ τους σπάνιους εκείνους ποιητές, που το καλύτερό τους ποίημα είναι η ζωή τους.
Φλογερός πατριώτης κι οραματιστής, συμμετέχει ενεργά στους απελευθερωτικούς αγώνες του Έθνους: το 1896 αγωνίζεται ως εθελοντής στην Κρήτη και το 1897 πολεμάει με δικό του εθελοντικό σώμα, στα βουνά της Ηπείρου, όπου και τραυματίζεται.
Το 1910 εξελέγη βουλευτής του κόμματος των Φιλελευθέρων του Ελευθερίου Βενιζέλου στην αναθεωρητική Βουλή. Ιστορική θα μείνει η αγόρευσή του για την υπεράσπιση της δημοτικής γλώσσας όταν συζητιόταν το άρθρο 107 του συντάγματος. «Δεν υπάρχει γλώσσα χυδαία» είπε «μόνο χυδαίοι άνθρωποι!». Ο ακέραιος χαρακτήρας του και η μη προσαρμογή του στο ρεύμα της συναλλαγής που επικρατούσε (ρουσφέτι), συντέλεσε στο να μην εκλεγεί βουλευτής στις επόμενες εκλογές.
Το 1911 ο Μαβίλης γράφει στο φίλο του Σ. Θεοτόκη μεταξύ άλλων: «Έχεις δίκιο εις όσα μου γράφεις, μα η πολιτική του Βενιζέλου είναι εθνική, για τούτο πρέπει να παραβλέψουμε τις αδυναμίες ή τις ασυνέπειες που παρουσιάζει. Όσο για με, αποφάσισα να μην πολιτευθώ άλλο. Θα αποτραβηχθώ απ’ την πολιτική και θα περιμένω. Όταν σημάνει η σάλπιγγα θα πάω και εγώ να αφήσω τα ελεεινά μου κότζια σε μια ρεματιά της ονειρεμένης μας Ηπείρου».
Τα άπαντά του τα κυκλοφόρησε ο φίλος του Κωνσταντίνος Θεοτόκης το 1915 στην Αλεξάνδρεια. Η μετριοφροσύνη κι η σεμνότητα ήταν τα κύρια χαρακτηριστικά του Μαβίλη, όσον αφορά το έργο του. Συχνά έστελνε στίχους του στον Παλαμά με την υποσημείωση για το συρτάρι σου!
Ο Γρηγόριος Ξενόπουλος εύστοχα παρατήρησε πως ο Μαβίλης στάθηκε ένας απ’ τους σπάνιους εκείνους ποιητές, που το καλύτερό τους ποίημα είναι η ζωή τους.
Φλογερός πατριώτης κι οραματιστής, συμμετέχει ενεργά στους απελευθερωτικούς αγώνες του Έθνους: το 1896 αγωνίζεται ως εθελοντής στην Κρήτη και το 1897 πολεμάει με δικό του εθελοντικό σώμα, στα βουνά της Ηπείρου, όπου και τραυματίζεται.
Το 1910 εξελέγη βουλευτής του κόμματος των Φιλελευθέρων του Ελευθερίου Βενιζέλου στην αναθεωρητική Βουλή. Ιστορική θα μείνει η αγόρευσή του για την υπεράσπιση της δημοτικής γλώσσας όταν συζητιόταν το άρθρο 107 του συντάγματος. «Δεν υπάρχει γλώσσα χυδαία» είπε «μόνο χυδαίοι άνθρωποι!». Ο ακέραιος χαρακτήρας του και η μη προσαρμογή του στο ρεύμα της συναλλαγής που επικρατούσε (ρουσφέτι), συντέλεσε στο να μην εκλεγεί βουλευτής στις επόμενες εκλογές.
Το 1911 ο Μαβίλης γράφει στο φίλο του Σ. Θεοτόκη μεταξύ άλλων: «Έχεις δίκιο εις όσα μου γράφεις, μα η πολιτική του Βενιζέλου είναι εθνική, για τούτο πρέπει να παραβλέψουμε τις αδυναμίες ή τις ασυνέπειες που παρουσιάζει. Όσο για με, αποφάσισα να μην πολιτευθώ άλλο. Θα αποτραβηχθώ απ’ την πολιτική και θα περιμένω. Όταν σημάνει η σάλπιγγα θα πάω και εγώ να αφήσω τα ελεεινά μου κότζια σε μια ρεματιά της ονειρεμένης μας Ηπείρου».
Στον
Βαλκανικό πόλεμο του 1912 ο Μαβίλης παρά
τα 53 του χρόνια, κατετάγη εθελοντής
λοχαγός των
Γαριβαλδινών ερυθροχιτώνων.
Εκείνη
την εποχή ο Μαβίλης είχε εμπνεύσει τον
έρωτα σε μια μεγάλη ποιήτρια, την κυρία
Θεώνη Δρακοπούλου ή Μυρτιώτισσα, όπως
ήταν το φιλολογικό της ψευδώνυμο.
Η αγάπη αυτή, δεν μπόρεσε όμως να τον κρατήσει κοντά της. Η φωνή της πατρίδας και το ασίγαστο πάθος της λατρείας του προς αυτήν , κάλυψε τη φωνή της καρδιάς.Σ’ αγαπώ! Δεν μπορώ, τίποτ’ άλλο να πώ, πιο βαθύ, πιο απλό, πιο μεγάλο,
έγραφε για ‘κείνον η ερωτευμένη ποιήτρια. Αυτός όμως τραβούσε για τα μεγάλα ιδανικά στην κορφή της ζωής,
Η αγάπη αυτή, δεν μπόρεσε όμως να τον κρατήσει κοντά της. Η φωνή της πατρίδας και το ασίγαστο πάθος της λατρείας του προς αυτήν , κάλυψε τη φωνή της καρδιάς.Σ’ αγαπώ! Δεν μπορώ, τίποτ’ άλλο να πώ, πιο βαθύ, πιο απλό, πιο μεγάλο,
έγραφε για ‘κείνον η ερωτευμένη ποιήτρια. Αυτός όμως τραβούσε για τα μεγάλα ιδανικά στην κορφή της ζωής,
όπου ροδίζει, της Λευτεριάς αμόλευτος αγέρας και σαν ήχος αθάνατης φλογέρας η ποίηση, αηδόνι θείο, καλοκαρδίζει.τους θεριεύει ο πόθος του θανάτου, με τ’ αγιασμένα δαφνοστέφανά του.
Στις
28 Νοεμβρίου 1912 στο χωριό Δρίσκος, κοντά
στα Γιάννενα, οι Τούρκοι εξαπέλυσαν
σφοδρή αντεπίθεση κατά των Γαριβαλδινών
εθελοντών, που ήδη είχαν προχωρήσει
πολύ.
Ο Μαβίλης μάχεται ηρωϊκά, επικεφαλής των στρατιωτών του, που αποδεκατίζονται απ’ τα εχθρικά βόλια. Σε μια στιγμή της μάχης μια σφαίρα του διατρυπά τα δύο μάγουλα. με γεμάτο το στόμα του αίμα από το τραύμα του, θα πει αυτά τα λόγια στους συμπολεμιστές του :
“Περίμενα πολλές τιμές, από τούτον τον πόλεμο, αλλά όχι και την τιμή να θυσιάσω τη ζωή μου για την Ελλάδα μου”.
Ενώ μεταφέρεται αιμόφυρτος στο προσωρινό νοσοκομείο ένα δεύτερο βόλι τον βρήκε στο στόμα. Ο Μαβίλης κείτεται νεκρός , ξαπλωμένος στο πεζούλι της Αγίας Παρασκευής σκεπασμένος με τον ματωμένο μανδύα του.
Ο Μαβίλης μάχεται ηρωϊκά, επικεφαλής των στρατιωτών του, που αποδεκατίζονται απ’ τα εχθρικά βόλια. Σε μια στιγμή της μάχης μια σφαίρα του διατρυπά τα δύο μάγουλα. με γεμάτο το στόμα του αίμα από το τραύμα του, θα πει αυτά τα λόγια στους συμπολεμιστές του :
“Περίμενα πολλές τιμές, από τούτον τον πόλεμο, αλλά όχι και την τιμή να θυσιάσω τη ζωή μου για την Ελλάδα μου”.
Ενώ μεταφέρεται αιμόφυρτος στο προσωρινό νοσοκομείο ένα δεύτερο βόλι τον βρήκε στο στόμα. Ο Μαβίλης κείτεται νεκρός , ξαπλωμένος στο πεζούλι της Αγίας Παρασκευής σκεπασμένος με τον ματωμένο μανδύα του.
Έχει περάσει πλέον
στην αιωνιότητα κερδίζοντας: ΘΑΝΑΤΟ,
ΑΘΑΝΑΣΙΑ ΚΑΙ ΛΕΥΤΕΡΙΑ,
όπως το ήθελε! Η ανάμνησή του
στοιχειώνει στην ψυχή και στην ποίηση
της γυναίκας που τόσο πολύ τον αγάπησε
της Μυρτιώτισσας!
Αυτός ήταν ο Λορέντζος Μαβίλης! Μια μορφή ξεχασμένη από τους πολλούς στο πέρασμα του χρόνου, ζει μέσα στις καρδιές των αγνών Ελλήνων και φωτίζει με την θυσία του το δύσβατο μονοπάτι των ιδανικών και των οραμάτων τους!
Στην
Πατρίδα
Πατρίδα, σαν τον ήλιο σου ήλιος αλλού δε λάμπει.
Πως εις το φώς του λαχταρούν η θάλασσα κι οι κάμποι,
πως λουλουδίζουν τα βουνά, τα δάσ᾿, οι λαγκαδιὲς
στέρνοντάς του θυμίαμα μυριάδες μυρωδιές!
Αφρολογούν οιἱ ρεματιὲς και λαχταρίζ᾿ η λίμνη,
χίλιες πουλιών λαλιὲς ηχούν, της ομορφιάς του ύμνοι,
σ᾿ άπειρ᾿ αστράφτουν χρώματα παντού λογής λογής
τ᾿ αγέρα τα πετούμενα τα ερπετὰ της γής.
Κι αυτὸς σηκώνει τ᾿ αλαφρὰ της καταχνιάς μαγνάδι,
κι η κάθε στάλ᾿ απὸ δροσιὰ γυαλίζει σαν πετράδι,
κάθε αχτίδα του σκορπά με την αναλαμπὴ
χαρά, ζωὴ και δύναμη κι ελπίδα όπου κι αν μπεῖ.
Φαντάζεις σαν τον ήλιο σου κι εσύ, καλὴ πατρίδα,
και μάγια σαν τα μάγια σου στον κόσμο αλλού δεν είδα.
Η γή σου είναι παράδεισος, κι αιώνια γαλανὸς
γύρω σου καθρεφτίζεται στο πέλαγ᾿ ο ουρανός.
Κι οι νύχτες σου με τ᾿ άστρα τους, με τη γαλάζια πάστρα,
με τ᾿ αηδονολαλήματα, τρεμάμενα σαν τ᾿ άστρα,
με το φεγγάρι που περνά, σαν τ᾿ όνειρο ευτυχίας
στη μέση της απέραντης ουράνιας ησυχίας.
Οι νύχτες σου δροσοβολούν χιλιόπλουμα λουλούδια
και στων παιδιών σου τις καρδιὲς αμάραντα τραγούδια,
σταλάζουνε στα σπλάγχνα τους θεράπειο λησμονιάς,
ελευτεριάς αγάλλιαση και μίσος τυραννιάς.
Μάγεμ᾿ ασημοϋφαντο, φώς μαργαριταρένιο,
λιώνονται σ᾿ ένα χάραμα ξανθό, μαλαματένιο.
Γιομάτος μόσχους και δροσιὲς ὁ Ζέφυρος τερπνά
μέσ᾿ απ᾿ αγάπης φαντασιὲς τα πλάσματα ξυπνά.
Κι ανάμεσα στα χρώματ᾿ απὸ χίλια ουράνια τόξα,
προβαίνει πάλ᾿ ο ήλιος εις όλη του τη δόξα.
Και, σαν του μεγαλείου σου σύμβολο φωτεινό,
έως το χρυσὸ βασίλεμα λάμπει στον ουρανό.
Ελλάς, το μεγαλείο σου βασίλεμα δεν έχει,
και δίχως γνέφια τους καιροὺς η δόξα σου διατρέχει.
Όσες φορὲς ο ήλιος σου να σε φωτίσει ερθεί,
θε να σε βρεί πεντάμορφη, στεφανωμένη ορθή.
Λορέντζος Μαβίλης
Πατρίδα, σαν τον ήλιο σου ήλιος αλλού δε λάμπει.
Πως εις το φώς του λαχταρούν η θάλασσα κι οι κάμποι,
πως λουλουδίζουν τα βουνά, τα δάσ᾿, οι λαγκαδιὲς
στέρνοντάς του θυμίαμα μυριάδες μυρωδιές!
Αφρολογούν οιἱ ρεματιὲς και λαχταρίζ᾿ η λίμνη,
χίλιες πουλιών λαλιὲς ηχούν, της ομορφιάς του ύμνοι,
σ᾿ άπειρ᾿ αστράφτουν χρώματα παντού λογής λογής
τ᾿ αγέρα τα πετούμενα τα ερπετὰ της γής.
Κι αυτὸς σηκώνει τ᾿ αλαφρὰ της καταχνιάς μαγνάδι,
κι η κάθε στάλ᾿ απὸ δροσιὰ γυαλίζει σαν πετράδι,
κάθε αχτίδα του σκορπά με την αναλαμπὴ
χαρά, ζωὴ και δύναμη κι ελπίδα όπου κι αν μπεῖ.
Φαντάζεις σαν τον ήλιο σου κι εσύ, καλὴ πατρίδα,
και μάγια σαν τα μάγια σου στον κόσμο αλλού δεν είδα.
Η γή σου είναι παράδεισος, κι αιώνια γαλανὸς
γύρω σου καθρεφτίζεται στο πέλαγ᾿ ο ουρανός.
Κι οι νύχτες σου με τ᾿ άστρα τους, με τη γαλάζια πάστρα,
με τ᾿ αηδονολαλήματα, τρεμάμενα σαν τ᾿ άστρα,
με το φεγγάρι που περνά, σαν τ᾿ όνειρο ευτυχίας
στη μέση της απέραντης ουράνιας ησυχίας.
Οι νύχτες σου δροσοβολούν χιλιόπλουμα λουλούδια
και στων παιδιών σου τις καρδιὲς αμάραντα τραγούδια,
σταλάζουνε στα σπλάγχνα τους θεράπειο λησμονιάς,
ελευτεριάς αγάλλιαση και μίσος τυραννιάς.
Μάγεμ᾿ ασημοϋφαντο, φώς μαργαριταρένιο,
λιώνονται σ᾿ ένα χάραμα ξανθό, μαλαματένιο.
Γιομάτος μόσχους και δροσιὲς ὁ Ζέφυρος τερπνά
μέσ᾿ απ᾿ αγάπης φαντασιὲς τα πλάσματα ξυπνά.
Κι ανάμεσα στα χρώματ᾿ απὸ χίλια ουράνια τόξα,
προβαίνει πάλ᾿ ο ήλιος εις όλη του τη δόξα.
Και, σαν του μεγαλείου σου σύμβολο φωτεινό,
έως το χρυσὸ βασίλεμα λάμπει στον ουρανό.
Ελλάς, το μεγαλείο σου βασίλεμα δεν έχει,
και δίχως γνέφια τους καιροὺς η δόξα σου διατρέχει.
Όσες φορὲς ο ήλιος σου να σε φωτίσει ερθεί,
θε να σε βρεί πεντάμορφη, στεφανωμένη ορθή.
Λορέντζος Μαβίλης
Ο Λορέντζος Μαβίλης είναι μια
από τις πιο ενδιαφέρουσες μορφές των
γραμμάτων μας και όχι μόνο.
Υπήρξε κάποτε αγαπημένος ποιητής πολλών και η σχετική βιβλιογραφία για το έργο του δεν είναι ευκαταφρόνητη. (Εκθύμως συνιστώ την έκδοση των Ποιημάτων του από τον σεβαστό Γ. Αλισανδράτο, Ιδρυμα Ουράνη, 1990).
Ολιγογράφος αλλά ιδιαίτερα καλαίσθητος ποιητής σονέτων, ανήκει στην επτανησιακή παράδοση, όπως διαμορφώνεται από τον Σολωμό και τους επιγόνους του και κυρίως από τον δάσκαλό του και στενό φίλο, τον Πολυλά.
Γνωρίζει πολλές γλώσσες και μεταφράζει ποικίλα κείμενα: από το ινδικό έπος της Μαχαμπχαράτα το επεισόδιο «Νάλας και Νταμαγιάντη», τον Σαούλ του Ρ. Μπράουνιγκ, αποσπάσματα από την Αινειάδα του Βιργιλίου και από έργα των Schiller, Goethe, Βύρωνα, Φώσκολου κ.ά.
Φλογερός πατριώτης και οραματιστής, εγκαταλείπει τελικά την «απραξία» και συμμετέχει ενεργά στους απελευθερωτικούς αγώνες του έθνους:
το 1896 μάχεται στην επαναστατημένη Κρήτη,
το 1897 βρίσκεται, με δικό του εθελοντικό σώμα, στα βουνά της Ηπείρου, όπου και τραυματίζεται.
Μερικά χρόνια αργότερα ο Βενιζέλος τον παίρνει στο επιτελείο του και το
1910 εκλέγεται βουλευτής στη Β' Αναθεωρητική Βουλή.
Ο λόγος του στη Βουλή (16.2.1911) για το «γλωσσικό» άρθρο 107 του Συντάγματος αποτελεί την κορύφωση των αγώνων του για τη δημοτική γλώσσα και σταθμό στην ιστορία του γλωσσικού ζητήματος: ο δημοτικιστής Μαβίλης (δες το πολεμικό του σονέτο «Μαλλιαρός») υπερασπίζεται την ευγένεια της δημοτικής («χυδαία γλώσσα δεν υπάρχει, υπάρχουσι χυδαίοι άνθρωποι»), δέχεται όμως ότι η γλώσσα του λαού πρέπει να καλλιεργηθεί και να εμπλουτισθεί από «ολόκληρον την κληρονομίαν του παρελθόντος».
Αυτός είναι και ένας λόγος για τον οποίο υπερασπίζεται με θέρμη τη μετάφραση της Οδύσσειας του Πολυλά, όταν κάποιοι «φιλολογίσκοι» και «νάνοι τον νουν και την αίσθησιν» καταδικάζουν τον συγγραφέα ενός διδακτικού βιβλίου του 1884 που τόλμησε να χρησιμοποιήσει αποσπάσματα της μετάφρασης αυτής και όχι την «κλέφτικη» μετάφραση του Βικέλα.
Η ανώτατη πράξη του βίου του όμως υπήρξε ο θάνατός του στο πεδίο της μάχης. Διαθέτουμε μια φωτογραφία με τον ποιητή να κείτεται στο χώμα και γύρω του, σκυφτοί, να τον φροντίζουν οι συμπολεμιστές του. Ηρωικός θάνατος με στυλ ομηρικό!
Αλλωστε ο τρόπος που σκοτώνεται μοιάζει με τον θάνατο του Πάνδαρου (Ιλιάδα Ε 290 κκ) όπου το βέλος που κατευθύνει η Αθηνά στη μύτη του ήρωα, δίπλα στο μάτι, του τρύπησε τα δόντια και του έκοψε τη γλώσσα. Ετσι πεθαίνει κι ένας άλλος λογοτεχνικός ήρωας: ο καπετάν Μιχάλης του Καζαντζάκη, που ανοίγει το στόμα του και φωνάζει «Ελευτερία ή...», χωρίς να τελειώσει τη φράση - «μια μπάλα μπήκε μέσα στο στόμα του, μια άλλη πέρασε από το δεξό του μελίγγι και βγήκε από το ζερβό».
Υπήρξε κάποτε αγαπημένος ποιητής πολλών και η σχετική βιβλιογραφία για το έργο του δεν είναι ευκαταφρόνητη. (Εκθύμως συνιστώ την έκδοση των Ποιημάτων του από τον σεβαστό Γ. Αλισανδράτο, Ιδρυμα Ουράνη, 1990).
Ολιγογράφος αλλά ιδιαίτερα καλαίσθητος ποιητής σονέτων, ανήκει στην επτανησιακή παράδοση, όπως διαμορφώνεται από τον Σολωμό και τους επιγόνους του και κυρίως από τον δάσκαλό του και στενό φίλο, τον Πολυλά.
Γνωρίζει πολλές γλώσσες και μεταφράζει ποικίλα κείμενα: από το ινδικό έπος της Μαχαμπχαράτα το επεισόδιο «Νάλας και Νταμαγιάντη», τον Σαούλ του Ρ. Μπράουνιγκ, αποσπάσματα από την Αινειάδα του Βιργιλίου και από έργα των Schiller, Goethe, Βύρωνα, Φώσκολου κ.ά.
Φλογερός πατριώτης και οραματιστής, εγκαταλείπει τελικά την «απραξία» και συμμετέχει ενεργά στους απελευθερωτικούς αγώνες του έθνους:
το 1896 μάχεται στην επαναστατημένη Κρήτη,
το 1897 βρίσκεται, με δικό του εθελοντικό σώμα, στα βουνά της Ηπείρου, όπου και τραυματίζεται.
Μερικά χρόνια αργότερα ο Βενιζέλος τον παίρνει στο επιτελείο του και το
1910 εκλέγεται βουλευτής στη Β' Αναθεωρητική Βουλή.
Ο λόγος του στη Βουλή (16.2.1911) για το «γλωσσικό» άρθρο 107 του Συντάγματος αποτελεί την κορύφωση των αγώνων του για τη δημοτική γλώσσα και σταθμό στην ιστορία του γλωσσικού ζητήματος: ο δημοτικιστής Μαβίλης (δες το πολεμικό του σονέτο «Μαλλιαρός») υπερασπίζεται την ευγένεια της δημοτικής («χυδαία γλώσσα δεν υπάρχει, υπάρχουσι χυδαίοι άνθρωποι»), δέχεται όμως ότι η γλώσσα του λαού πρέπει να καλλιεργηθεί και να εμπλουτισθεί από «ολόκληρον την κληρονομίαν του παρελθόντος».
Αυτός είναι και ένας λόγος για τον οποίο υπερασπίζεται με θέρμη τη μετάφραση της Οδύσσειας του Πολυλά, όταν κάποιοι «φιλολογίσκοι» και «νάνοι τον νουν και την αίσθησιν» καταδικάζουν τον συγγραφέα ενός διδακτικού βιβλίου του 1884 που τόλμησε να χρησιμοποιήσει αποσπάσματα της μετάφρασης αυτής και όχι την «κλέφτικη» μετάφραση του Βικέλα.
Η ανώτατη πράξη του βίου του όμως υπήρξε ο θάνατός του στο πεδίο της μάχης. Διαθέτουμε μια φωτογραφία με τον ποιητή να κείτεται στο χώμα και γύρω του, σκυφτοί, να τον φροντίζουν οι συμπολεμιστές του. Ηρωικός θάνατος με στυλ ομηρικό!
Αλλωστε ο τρόπος που σκοτώνεται μοιάζει με τον θάνατο του Πάνδαρου (Ιλιάδα Ε 290 κκ) όπου το βέλος που κατευθύνει η Αθηνά στη μύτη του ήρωα, δίπλα στο μάτι, του τρύπησε τα δόντια και του έκοψε τη γλώσσα. Ετσι πεθαίνει κι ένας άλλος λογοτεχνικός ήρωας: ο καπετάν Μιχάλης του Καζαντζάκη, που ανοίγει το στόμα του και φωνάζει «Ελευτερία ή...», χωρίς να τελειώσει τη φράση - «μια μπάλα μπήκε μέσα στο στόμα του, μια άλλη πέρασε από το δεξό του μελίγγι και βγήκε από το ζερβό».
Τον
θάνατο του Μαβίλη τον ορίζει η ίδια η
μοίρα: την ώρα της μάχης μια σφαίρα τού
διαπερνά τα μάγουλα και του σπάει τα
δόντια. Καθώς μεταφέρεται αιμόφυρτος
στο πρόχειρο νοσοκομείο μια δεύτερη
σφαίρα τον χτυπά στο στόμα. Βρίσκω αυτόν
τον τρόπο του θανάτου σημαδιακό για
έναν ποιητή.
Ενα τολμηρό και συνάμα γλυκό στόμα έτσι μόνο μπορεί να σταματά: με μια σφαίρα να του σμπαραλιάζει τα δόντια και να του κόβει τη γλώσσα στη μέση.
Ενα τολμηρό και συνάμα γλυκό στόμα έτσι μόνο μπορεί να σταματά: με μια σφαίρα να του σμπαραλιάζει τα δόντια και να του κόβει τη γλώσσα στη μέση.
Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΛΟΧΑΓΟΣ ΛΟΡΕΤΖΟΣ ΜΑΒΙΛΗΣ ΝΕΚΡΟΣ |
"-Θά 'ρθουνε χρόνια δίσεκτα
και τέρμινα-αλυσίδες!
Δεν θα 'χουν λόγο οι ποιητές
και θα 'χουν οι κιοτήδες!" ...
και τέρμινα-αλυσίδες!
Δεν θα 'χουν λόγο οι ποιητές
και θα 'χουν οι κιοτήδες!" ...
ΠΗΓΕΣ:
ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ ΗΛΙΟΣ
ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ ΠΑΠΥΡΟΣ
ellas2
κλύσμα
Γιώργης Γιατρομανωλάκηςκαθηγητής της Κλασικής Φιλολογίας
στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.
το βημα13 Οκτωβρίου 2002
ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ ΗΛΙΟΣ
ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ ΠΑΠΥΡΟΣ
ellas2
κλύσμα
Γιώργης Γιατρομανωλάκηςκαθηγητής της Κλασικής Φιλολογίας
στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.
το βημα13 Οκτωβρίου 2002
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου